Στο ερωτηματολόγιο που έχουμε συντάξει οι συνεργάτες του Print Out, ρωτάμε τους εκδότες κάθε φορά, ποιον θεωρούν ως τον πιο rock’n’roll συγγραφέας της εποχής μας. Θα συμφωνήσω με το Λάζαρο Λαζαρίδη, των εκδόσεων Λυχνάρι: ο πιο rock’n’roll συγγραφέας στις μέρες μας είναι ο Nick Hornby. Ναι, ο σαραντάρης, φαλακρός, παντρεμένος με παιδί Nick Hornby, κι όχι ο πολύς Hunter Thompson ας πούμε, ο ‘Πάπας’ της κραιπάλης και της rock’n’roll δημοσιογραφίας. Κι αυτό, διότι για να χρησιμοποιήσω ένα καθαρά μουσικό παράδειγμα, τελικά είναι πολύ πιο κοντά στη φύση του rock’n’roll ο καλός μας Ry Cooder από τον ανεγκέφαλο Syd Vicious. Και επειδή θεωρώ ίσως πιο αυθεντικούς ροκάδες τους ανθρώπους που συνεχίζουν να αγαπάνε το rock και να τo ακούνε ανεξαρτήτως επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων, που πάνε στις συναυλίες και γίνονταν ένα με τη μουσική κι ας μην ντύνονται σαν αστέρες της rock, που συνεχίζουν να παρακολουθούν τα μουσικά τεκταινόμενα και να αντλούν ενέργεια και κέφι για ζωή από το rock και τις παραφυάδες του.
O ταλαντούχος κύριος Nick Hornby γεννήθηκε το 1957 στο Λονδίνο, και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Το γράψιμο τον ενδιέφερε πάντοτε, και όπως λέει σε μία συνέντευξη, ‘Όταν ήμουνα δεκαεννιά-είκοσι χρονών θα ήθελα πολύ να ασχοληθώ με τη μουσική κριτική. Εκείνη την εποχή όμως, η βρετανική μουσική δημοσιογραφία είχε μεγαλύτερη βαρύτητα από τη μουσική την ίδια. Ο Nick Kent και η Julie Burchill ήταν πολύ τρομακτικά άτομα, και η ιδέα ότι θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσω μου φαινόταν αδιανόητη...’ Εργάστηκε λοιπόν καμπόσα χρόνια σαν δάσκαλος, πριν τα παρατήσει κι αρχίσει να ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Το όνειρό του αρχικά ήταν να ασχοληθεί με το γράψιμο σεναρίων, σύντομα όμως κατάλαβε ότι είναι πιο εύκολο να βρεις εκδότη για ένα βιβλίο παρά παραγωγό για ένα σενάριο. Το κέρδος του από την όλη ιστορία ήταν αυτή η τόσο κινηματογραφική γραφή του, γεμάτη εικόνες και αναφορές στην καθημερινή ζωή. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και η συνεργασία του με διάφορα περιοδικά, όπως το Elle, το Time, το Vogue, το Premiere, το GQ και το New Republican και τις εφημερίδες London Sunday Times και Independent.
Όταν συνειδητοποίησε το αδιέξοδο των σεναρίων, κλείστηκε στο σπίτι του για έξι μήνες κι έγραψε το Fever Pitch, ένα ημερολόγιο κατά κάποιο τρόπο της ψυχωτικής σχέσης ενός φανατικού ποδοσφαιρόφιλου - του ίδιου του Hornby – με την ομάδα του, την `Αρσεναλ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1992, έγινε μπεστ σέλερ στη Μεγάλη Βρετανία και παρέμεινε στα πιο εμπορικά βιβλία για ένα ολόκληρο εξάμηνο. `Ηταν ένα βιβλίο που διαβάστηκε κυρίως από άντρες, δευτερευόντως πάντως και από γυναίκες, οι οποίες για πρώτη φορά μπόρεσαν να καταλάβουν το νόημα και τη σημασία της παθιασμένης σχέσης των αντρών με την ομάδα τους - μια σχέση πέρα από τάξεις και μορφωτικό επίπεδο, ηπείρους και χώρα, ηλικία και επαγγελματική απασχόληση. Για πρώτη φορά, κάποιος που ήταν μέσα στα πράγματα εξηγούσε με τέτοια διαύγεια το λόγο που ταυτίζονται τόσο φανατικά με την ομάδα τους οι έφηβοι. Ιδού ένα απόσπασμα: ‘Εγώ, για παράδειγμα, ήθελα μια στις τόσες να μην είμαι ο αυτιάς, ο γυαλάκιας, ο λεχρίτης από τα προάστια` μου άρεσε να τρομάζω τους καταστηματάρχες στο Ντέρμπι, στο Νόργουιτς ή το Σάουθάμπτον...Οι ευκαιρίες που είχα μέχρι τότε προς εκφοβισμό των ανθρώπων ήταν περιορισμένες...’ Και εξηγεί επίσης διαυγέστατα το μαζοχισμό θα λέγαμε, των οπαδών των μικρών και λιγότερο επιτυχημένων ομάδων: ‘Είναι σαν να περιμένεις το λεωφορείο, κι έχουν περάσει 40 λεπτά που περιμένεις στη στάση, και ξέρεις ότι αν αποφασίσεις να ξεκινήσεις με τα πόδια, μόλις στρίψεις τη γωνία, θα εμφανιστεί το λεωφορείο και θα σε προσπεράσει. Έτσι και ο οπαδός σκέφτεται πως έτσι και σταματήσει να πηγαίνει στο γήπεδο, μόλις πάψει να τον νοιάζει, η ομάδα του θα ανέβει κατηγορία ή μπορεί να πάρει και το κύπελλο’.
Στην επιτυχία του Fever Pitch οφείλεται ο εκδοτικός παροξυσμός ο σχετικός με το ποδόσφαιρο που κατέκλυσε τη Μεγάλη Βρετανία τη δεκαετία του `90. Σε μια χώρα με παράδοση στο χουλιγκανισμό, κυκλοφόρησαν ένα σωρό βιβλία σχετικά, σε κανένα άλλο πάντως δεν συναντάμε την αμεσότητα και τη διεισδυτικότητα του Hornby, ούτε φυσικά το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό του. Το Fever Pitch μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1997, με πρωταγωνιστή τον Colin Firth, και αμφισβητήσιμη επιτυχία, ο Hornby όμως δεν διαμαρτύρεται. Λέει μάλιστα, ‘Θα ήταν σαν να φτιάχνω δερμάτινα σακάκια και να τα πουλάω, και μετά να γκρινιάζω πως δεν θέλω να τα φοράνε χοντροί’.
Μετά από το Fever Pitch, o Hornby ξαναχτυπά το 1995 με το High Fidelity, την ιστορία ενός τριανταπεντάρη ιδιοκτήτη δισκάδικου μεταχειρισμένων δίσκων που αρνείται να ενηλικιωθεί και συνεχίζει να αρχειοθετεί τη ζωή και τις σχέσεις του σε top-5 ή top-10 επιτυχιών και αποτυχιών. Το High Fidelity γίνεται μπεστ σέλερ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, γεγονός σχεδόν καινοφανές για Άγγλο συγγραφέα. Οι Αμερικάνοι ενθουσιάζονται μαζί του, και ο σκηνοθέτης Mike Newell αγοράζει τα δικαιώματα του βιβλίου που έκανε ταινία ο Steven Frears. Πολλοί αναγνώστες πιστεύουν ότι ο Ρομπ, ο ήρωας του βιβλίου είναι το alter ego του Hornby, όπως συμβαίνει στο Fever Pitch. Ο Hornby δέχεται ότι βάζει κάποια κομμάτια του εαυτού του σε κάθε ήρωα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι ο ίδιος είναι σαφώς πολύ πιο ώριμος από τον Ρομπ και με περισσότερη αντίληψη του τι σημαίνει ενηλικίωση και προσωπικές σχέσεις.
Στη συνέχεια, ο Hornby κυκλοφορεί το 1998 το Για ένα Αγόρι - που γίνεται κι αυτό μπεστ σέλερ φυσικά, αυτή τη φορά όμως ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο, αφού μεταφράζεται πριν κυκλοφορήσει καλά-καλά σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Τα δικαιώματα του βιβλίου αγοράζει η Tribeca Films του Robert DeNiro για το απίστευτο ποσό των τριών εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ο Hornby παίρνει ‘μεταγραφή’ για μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο, εισπράττοντας το πρωτοφανές για άγγλο συγγραφέα ποσό των 500 εκατ. δραχμών. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο Γουίλ, άλλος ένας τριαντάρης που αρνείται να ενηλικιωθεί και σκαρώνει διάφορα απίστευτα ψέματα για να βρει γκόμενα. Ο Γουίλ κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατήσει τη ζωή του αμόλυντη από τον ιό της δέσμευσης και των προσωπικών σχέσεων. Δεν τα καταφέρνει όμως, διότι η ζωή του αλλάζει ολοκληρωτικά και ο ίδιος χάνει κάποια κομμάτια του εγωκεντρισμού του, όταν ένας δωδεκάχρονος πιτσιρικάς, ο Μάρκους, προσκολλάται πάνω του απρόσκλητος.
Ο Hornby είναι ένας από τους λίγους βρετανούς συγγραφείς που κατάφεραν να γεφυρώσουν το χάσμα που χωρίζει ένα καλό βιβλίο από ένα εμπορικό βιβλίο. Λόγω της καθημερινής γλώσσας που χρησιμοποιεί, πολλοί τον συγκρίνουν με τον Μάρτιν Εϊμις, αν και ο ίδιος πιστεύει ότι έχει περισσότερα κοινά με τον Κίγκσλεϊ Εϊμις. Δηλώνει πάντως θαυμαστής του Ιρβιν Γουέλς και του Ρόντυ Ντόυλ - που μας είναι γνωστός από την τριλογία The Commitments - Το Πιτσιρίκι - Το Βαν, και λάτρης της αμερικάνικης λογοτεχνίας. Ομολογεί ότι ενώ το περιεχόμενο των βιβλίων του είναι καθαρά βρετανικό, το στυλ του είναι αμερικάνικο. Δεν διστάζει επίσης να παραδεχτεί ότι πάντοτε προτιμούσε τις γυναίκες συγγραφείς, που ασχολούνται περισσότερο με τον ‘ιδιωτικό’ χώρο και τον τρόπο που ζει κανείς τη ζωή, μέρα με τη μέρα. Οι αναγνώστες ταυτίζονται μαζί του, διότι νοιώθουν ότι στους ήρωές του βάζει μεγάλα κομμάτια του εαυτού του, ο Hornby όμως ισχυρίζεται ότι τελικά ο συγγραφέας εκθέτει μόνο όσα επιλέγει να εκθέσει.
Ο Nick Hornby, παρόλη την επιτυχία του, συνεχίζει να ζει και να εργάζεται, όπως τονίζει συχνά, στην ίδια γειτονιά που έμενε, στο Χάιμπουρι του Βόρειου Λονδίνου, σε μικρή απόσταση από το γήπεδο της αγαπημένης του `Αρσεναλ. Για τη σχέση του με τη μουσική λέει, ‘Μεγάλωσα ακούγοντας rock... τώρα πια έχω περάσει τα σαράντα, αλλά δεν μπορώ να με φανταστώ να ξυπνήσω ξαφνικά ένα πρωί και να ακούω Μπαχ ή Μπετόβεν. Αυτό το πράγμα που ήταν μια νεανική κουλτούρα, έχει γίνει πια κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας, και κάποιοι από μας θα περάσουμε προφανώς όλη μας τη ζωή ακούγοντας τέτοια μουσική....’ Κυκλοφορεί μάλιστα η φήμη ότι αυτή την εποχή ασχολείται πάλι με ένα σενάριο` είναι η ιστορία ενός μουσικού που ‘χάνεται’ στη διάρκεια μιας περιοδείας.
Χίλντα Παπαδημητρίου