‘…Σε κάθε πάτωμα, απέναντι από τον ανελκυστήρα, μια αφίσα με ένα τεράστιο πρόσωπο σε κοιτούσε από τον τοίχο. Ήταν μια από εκείνες τις φωτογραφίες, που είναι έτσι φτιαγμένες, ώστε τα μάτια σε ακολουθούν όταν κινείσαι. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ, έγραφε η λεζάντα από κάτω….’
Ο κορυφαίος Βρετανός συγγραφέας Τζωρτζ Όργουελ ήταν ένας άνθρωπος αυθεντικά ουμανιστής, που αφιέρωσε τη ζωή και το έργο του στη μάχη κατά του απολυταρχισμού κάθε μορφής. Παρά τη μικροαστική καταγωγή του, σε μικρή ηλικία αποφάσισε να ασχοληθεί μόνο με το ‘πολιτικό γράψιμο, το οποίο θέλω να μετατρέψω σε τέχνη’. Βασικός στόχος του ήταν η δεξιά, χωρίς όμως να κολακεύει ποτέ την αριστερά. Η σημαντικότερη στιγμή της ζωής του ήταν όταν πήγε στην Ισπανία το 1936, για να πολεμήσει στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης που είχε ανατρέψει ο Στρατηγός Φράνκο. Εκεί έχασε όλες τις αυταπάτες του και συνειδητοποίησε τη φρίκη της σταλινικής παρέκκλισης του σοσιαλισμού. Στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, στρατεύθηκε κατά του φασισμού σαν δημοσιογράφος, ενώ αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, έγραψε τα δύο πιο γνωστά βιβλία του, τη Φάρμα των Ζώων, ένα μοντέρνο αλληγορικό παραμύθι για το Σταλινισμό, και το 1984. Και μπορεί το 1984 να μοιάζει περισσότερο με μια αλληγορία για το μέλλον, στην πραγματικότητα όμως ο Όργουελ ποτέ δεν έκρυψε ότι μιλούσε κυρίως για τη μεταπολεμική Αγγλία. Αυτό που φοβόταν πραγματικά ήταν ότι ο Χιτλερισμός, ο Σταλινισμός, ο συγκεντρωτισμός και η ομοιομορφία θα μετέτρεπαν όλο τον κόσμο σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, όπου οι φύλακες θα ήταν σε θέση να ελέγξουν τον ανθρώπινο νου, τις αναμνήσεις και τη γλώσσα.
Το 1984 εκτυλίσσεται στην Ωκεανία, μία χώρα που βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο πότε με την Ευρασία, και πότε με την Ανατολασία, και της οποίας ο πληθυσμός διαιρείται στο 1% των προνομιούχων μελών του Εσωτερικού Κόμματος, στο 18% των μελών του Εξωτερικού Κόμματος, και στο 81% των προλεταρίων. Επικεφαλής όλων και πανταχού παρών είναι ο Μεγάλος Αδελφός, ο οποίος παρακολουθεί άγρυπνα τους πάντες μέσω των τηλεοράσεων που υπάρχουν υποχρεωτικά σε όλα τα σπίτια. Ο ήρωας του βιβλίου, ο Γουίνστον Σμιθ, είναι υπάλληλος του Υπουργείου Αλήθειας, και δουλειά του είναι να αλλοιώνει τα γεγονότα του παρελθόντος. Βαθιά μέσα του όμως υπάρχουν ακόμα οι αναμνήσεις αλλοτινών καιρών, και αποφασίζει να αντισταθεί στην ιδεολογία της νέας εποχής, κρατώντας κατ’ αρχήν ημερολόγιο - μια δραστηριότητα που χωρίς να είναι απαγορευμένη, αφού δεν υπάρχουν πια νόμοι, μπορεί να επιφέρει θανατική καταδίκη. Στη διαδικασία εξανθρωπισμού του, ο Γουίνστον Σμιθ ερωτεύεται την Τζούλια, ένα μέλος του Εξωτερικού Κόμματος που αντιτίθεται επίσης στο status quo μέσω του σεξ – άλλη μια δραστηριότητα που επιτρέπεται μόνο για αναπαραγωγή. Και οι δύο αποπειρώνται να ενταχθούν σε μια αντιστασιακή ομάδα που μάχεται το Μεγάλο Αδελφό, την επονομαζόμενη Αδελφότητα. Γρήγορα όμως συλλαμβάνονται από τα τάγματα της Αστυνομίας της Σκέψης, και υποβάλλονται σε τρομερά βασανιστήρια όχι μόνο για να ανανήψουν και να συμμορφωθούν με την κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και για να αρνηθούν ο ένας τον άλλο.
Στο βιβλίο συναντάμε κι άλλες αναφορές στην πολιτική επικαιρότητα της εποχής: για παράδειγμα, η φιγούρα του Μεγάλου Αδελφού έχει καταφανώς τα χαρακτηριστικά του Στάλιν, ενώ ο αντικαθεστωτικός Εμμάνουελ Γκολνστάιν, που θυμίζει έντονα τον Τρότσκι, είναι Εβραίος, ο αποδιοπομπαίος τράγος δηλαδή τόσο των Ναζί όσο και του Στάλιν. Η Ωκεανία από την άλλη, είναι προφανώς η Αμερική του Ψυχρού Πολέμου, με την Ευρασία να παίζει το ρόλο της Ρωσίας και την Ανατολασία της Κίνας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κομμάτι του βιβλίου που περιγράφει την παραποίηση του παρελθόντος και τη δημιουργία της Νέας Ομιλίας, μιας γλώσσας τεχνητής και σύνθετης, που σιγά-σιγά αφαιρεί από τους ανθρώπους την ικανότητα να σκέφτονται και να εκφράζονται. Π.χ., ‘Υπουργείο Ειρήνης’ ονομάζεται το Υπουργείο Πολέμου, ‘κατασκήνωση χαράς’ το στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, ενώ η λέξη bad αντικαθίσταται από τη λέξη ungood, έτσι ώστε όποιος θέλει να πει ότι ο Μεγάλος Αδελφός δεν είναι καλός, να πρέπει να πει Big Brother is ungood. Με ανάλογο τρόπο, δύο μόνο λέξεις υφίστανται για τη σεξουαλική δραστηριότητα, το sexcrime για τη σεξουαλική ανηθικότητα και το goodsex για την αγνότητα.
Ο Όργουελ έγραψε το 1984 όντας μόνιμα εγκατεστημένος στη νήσο Γιούρα, στα ανοιχτά των ακτών της Σκοτίας. Ήταν ήδη βαριά άρρωστος από φυματίωση, και το παγερό και υγρό κλίμα του νησιού επηρέασε αρνητικά την υγεία και τη διάθεσή του, αφού ο ίδιος είχε ομολογήσει ότι το βιβλίο δεν θα ήταν τόσο ζοφερό και απαισιόδοξο αν ζούσε σε άλλο περιβάλλον. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια που βάζε στο στόμα του βασανιστή Ο’Μπράιαν, όταν μιλάει για το μέλλον: ‘…Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να συνθλίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο – για πάντα.’
Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του 1984, ο Όργουελ πέθανε σε ηλικία μόλις 47 χρονών. Στο δοκίμιό του ‘Γιατί Γράφω;’ δήλωνε: ‘...Αφετηρία μου είναι πάντοτε μια αίσθηση αδικίας. Όταν κάθομαι να γράψω ένα βιβλίο, το κάνω επειδή υπάρχει κάποιο ψέμα που θέλω να ξεσκεπάσω, κάποιο γεγονός που θέλω να επισημάνω, και το βασικό μου μέλημα είναι να ακουστώ…’ Πράγμα που κατάφερε τελικά, αφού το 1984 είναι από τα πλέον διαβασμένα βιβλία όλων των εποχών, ενώ έχει μεταφερθεί δύο φορές στον κινηματογράφο (το 1956 από τον Μάικλ Άντερσον και το 1984 από τον Μάικλ Ράντφορντ, με τον Τζων Χερτ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στους βασικούς ρόλους, αν και είναι εμφανής η επιρροή του και στο Μπραζίλ, του Τέρυ Γκίλιαμ).
Χίλντα Παπαδημητρίου