(Πρόλογος) Ακούγεται σαν κλισέ, αλλά στη μουσική - στην τέχνη γενικότερα - δεν υπάρχει παρθενογένεση. Συχνά λοιπόν τα εύσημα για ένα καινούργιο μουσικό ρεύμα αποδίδονται σε ανθρώπους που βρέθηκαν απλώς στον κατάλληλο τόπο την κατάλληλη στιγμή: εξ ου και ο τίτλος του ‘μπαμπά’ του rock’n’roll στον Bill Haley. Το είδος φυσικά είχε και πολλούς παππούδες και θείους και άλλους συγγενείς - περί μαμάς’, ούτε λόγος να γίνεται! Ο αδιαφιλονίκητος ‘νονός’ του πάντως ήταν ο Alan Freed, έστω κι αν δεν επινόησε ο ίδιος τον όρο i. Ο σημαντικότερος DJ όλων των εποχών δεν δημιούργησε ένα καινούργιο μουσικό ρεύμα, ήταν όμως από τους πρώτους ανθρώπους του χώρου που κατάλαβε την αξία της μαύρης μουσικής, πίστεψε σ’ αυτή και βοήθησε την προώθηση του καινούργιου μουσικού είδους που ξεπήδησε απ’ αυτήν: του rock’n’roll ii. Για μια δεκαετία, αποτέλεσε ίνδαλμα της αμερικάνικης νεολαίας, ισάξιο των μουσικών που υποστήριζε, το αρχέτυπο του ‘φωτισμένου παράγοντα’ της μουσικής βιομηχανίας. Όσο αστραπιαία όμως υπήρξε η επιτυχία του, άλλο τόσο αστραπιαία ήταν η πτώση του, αφού έγινε το εξιλαστήριο θύμα του μεγάλου σκανδάλου της payola που ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του `50 στις Ηνωμένες Πολιτείες
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. O Alan Freed γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Οχάιο. Ως έφηβος έπαιζε τρομπόνι στην ορχήστρα του σχολείου του, και στη συνέχεια σε μια jazz μπάντα που λεγόταν the Sultans of Swing. Μετά το στρατό, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του `40, έπιασε δουλειά ως αθλητικός συντάκτης διάφορων ραδιοφωνικών σταθμών των μεσοδυτικών πολιτειών. Το 1950 τον βρίσκει να εργάζεται σαν DJ στο σταθμό WJW του Κλήβελαντ` εκεί παρουσίαζε μια εκπομπή ‘σοβαρής’ μουσικής. Κατά τις rock’n’roll γραφές, μια ημέρα του 1951, ο Leo Mintz, ιδιοκτήτης ενός δισκάδικου στο κέντρο του Κλήβελαντ, τον προσκάλεσε στο κατάστημά του. O Mintz είχε εκπλαγεί από το ανεξήγητο φαινόμενο των λευκών εφήβων που αγόραζαν μανιωδώς δίσκους μαύρων καλλιτεχνών του rhythm’n’blues, και χόρευαν πυρετωδώς με μια μουσική που είχε την ταμπέλα της ‘φυλετικής’. Για να καταλάβουμε την έκπληξη του Mintz, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τον απόλυτο φυλετικό διαχωρισμό της αμερικάνικης κοινωνίας εκείνη την εποχή. Η ‘φυλετική’ (race) μουσική ήταν μια μουσική μόνο για μαύρους, την μετέδιδαν αποκλειστικά σταθμοί που στόχευαν σε ‘έγχρωμους’ ακροατές, και θεωρείτο χυδαία και αμαρτωλή λόγω των σεξουαλικών υπαινιγμών της. Στο δισκάδικο του Mintz, ο Freed έμεινε άναυδος από την επίδραση της μαύρης μουσικής πάνω στους λευκούς εφήβους, και όπως είπε το 1956 στη βρετανική μουσική εφημερίδα New Musical Express: ‘Άκουγα το τενόρο σαξόφωνο του Red Prysock και του Big Al Sears. Άκουγα τον Ivory Joe Hunter να τραγουδάει blues και να παίζει πιάνο. Κι άρχισα να αναρωτιέμαι. Αναρωτιόμουνα μια ολόκληρη βδομάδα. Στη συνέχεια πήγα στο διευθυντή του σταθμού και τον έπεισα, μετά την εκπομπή κλασικής μουσικής που έκανα, να μου επιτρέψει να συνεχίζω με ένα rock’n’roll πάρτι’. The rest is history, όπως λένε.
Το rhythm’n’blues που ξετρέλαινε τους νεαρούς λευκούς ήταν μια μουσική με υπερβολικά φυλετικές συνεκδοχές για τη μεταπολεμική Αμερική. Ο Freed λοιπόν iii, χρησιμοποίησε αντ’ αυτού το όνομα ‘rock’n’roll’ (ένα ευφημισμό των μαύρων για τη σεξουαλική πράξη), και ονόμασε την εκπομπή του ‘Moondog Rock’n’Roll Party’ iv. Ο Ralph Cooper, κωμικός χορευτής, ηθοποιός και MC του Apollo Theatre επί πενήντα συναπτά χρόνια, στο βιβλίο του Amateur Night at the Apollo, ισχυρίζεται ότι ο Freed άκουσε σε ταινίες μαγνητοφώνου το πρόγραμμα που παρουσίαζε ο ίδιος ο Cooper στη σκηνή, ενθουσιάστηκε απ’ αυτό και το αντέγραψε πλήρως αλλάζοντας μόνο την ετικέτα της μουσικής από rhythm’n’blues σε rock’n’roll. Ο Freed θα πρέπει να υιοθέτησε πράγματι το λεκτικό στυλ των μαύρων DJs της εποχής, αλλά περασμένο μέσα από το προσωπικό του ύφος και ποτισμένο με μπόλικο ουίσκι. Ήταν τόσο μεγάλη η απήχησή του μάλιστα, που μέσα σε δύο χρόνια απέκτησε τόσο πολυπληθές και φανατικό ακροατήριο, ώστε πήρε ‘μεταγραφή’ για το μεγάλο σταθμό WINS της Νέας Υόρκης. Πριν μετακομίσει για τη Νέα Υόρκη, είχε βάλει μπροστά τη διοργάνωση των πρώτων διαφυλετικών συναυλιών, όπως τον περίφημο Moondog’s Coronation Ball, στο Κλήβελαντ. Στη συγκεκριμένη συναυλία - που θεωρείται η πρώτη rock συναυλία όπως την εννοούμε σήμερα - παρουσιάστηκαν 25,000 άτομα για μια αίθουσα χωρητικότητας 10,000 ατόμων, στην πλειοψηφία τους λευκοί έφηβοι. Οι αρχές ακύρωσαν τη συναυλία, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές, και ο Alan Freed από εκεί και πέρα φρόντισε να διοργανώνει συναυλίες μόνο σε θέατρα με καθίσματα. Στη διετία εκείνη, από τις συναυλίες που έκανε στην ευρύτερη περιοχή του Κλήβελαντ παρέλασαν ονόματα όπως η Buddy Johnson Orchestra, ο Joe Turner, ο Fats Domino, οι Moonglows, οι Harptones, οι Drifters, η Ella Johnson, ο Dakota Stanton και ο Red Prysock.
Ο Freed λοιπόν έκανε τον DJ, το διοργανωτή συναυλιών, τον κυνηγό ταλέντων (είχε υπογράψει για λίγο στη θυγατρική της Decca, την Coral), το μουσικό (με μια μπάντα της οποίας ήταν επικεφαλής έγραψε μια σειρά δίσκων με χορευτικά κομμάτια κατάλληλα για πάρτι), τον παρουσιαστή στην τηλεόραση. Όλα αυτά, εκτός του πολυτάλαντου χαρακτήρα του, δείχνουν και τη χαοτική του φύση, και την επιπολαιότητα με την οποία αναλάμβανε διάφορες υποχρεώσεις που δεν κατάφερνε να εκπληρώσει. Επωφελούμενος από την προσωπική του λάμψη και προβολή, πρωταγωνίστησε στα μέσα της δεκαετίας του `50 σε αρκετές ταινίες με θέμα το rock’n’roll - απ’ αυτές που γύριζε εν μια νυκτί το Χόλιγουντ για να επωφεληθεί από την καινούργια ‘μανία της νεολαίας’. Οι ταινίες από σκηνοθετική και σεναριακή άποψη είναι απαράδεκτες, το σημαντικό όμως είναι ότι συναντάμε σ’ αυτές τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Αναφέρουμε ενδεικτικά: στο ‘Rock Around the Clock’ τον Bill Haley με τους Comets και τους Platters, στο ‘Don’t Knock the Rock’ τον Little Richard, στο ‘Rock, Rock, Rock’ τον Frankie Lymon και τους Teenagers, την LaVern Baker, τον Chuck Berry, τους Flamingoes και τους Moonglows, στο ‘Go, Johnny Go’ τον Eddie Cochran, τον Jackie Wilson, τον Ritchie Valens, τους Cadillacs και στο ‘Mister Rock’n’Roll’ τον Clyde McPhatter και τον Brook Benton.
Όταν σταθμός WINS της Νέας Υόρκης προσέλαβε το 1954 τον Freed για το αμύθητο τότε ποσό των 75,000$, αυτός συνέχισε τη διοργάνωση συναυλιών στο Paramount Theatre του Μπρούκλιν. Βρισκόμαστε πια στα μέσα της δεκαετίας του `50, και πολλές μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες στην προσπάθειά τους να ‘καθαρίσουν’ το rock’n’roll από κάθε μαύρο στοιχείο, άρχισαν να κυκλοφορούν διασκευές των μαύρων επιτυχιών με λευκούς και άσπιλους καλλιτέχνες. Ο Freed ήταν ένας από τους ελάχιστους DJ που αρνήθηκε κατηγορηματικά να παίξει αυτές τις σοροπιασμένες εκτελέσεις, πράγμα που του δημιούργησε φανατικούς εχθρούς στο χώρο, οι οποίοι τον αποκαλούσαν ‘nigger lover’. Ένα από τα πράγματα που του προσάπτουν ήταν ότι βοηθούσε τους μαύρους καλλιτέχνες έναντι ανταλλαγμάτων, και ως παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση της ‘Maybellene’ του Chuck Berry και του ‘Sincerely’ των Moonglows: οι καλλιτέχνες παραχώρησαν συνθετικά δικαιώματα στον Freed, για να έχει προσωπικό συμφέρον από την προώθησή τους. Όσο η δεκαετία του `50 πλησίαζε στο τέλος της, η παντοδυναμία του Freed συσπείρωσε τους εχθρούς του, που αποφάσισαν πια να δράσουν ανοιχτά. Το 1957 φρόντισαν να του κόψουν άρον-άρον τη μουσική τηλεοπτική εκπομπή που παρουσίαζε, στα πρότυπα του American Bandstand, με τη δικαιολογία ότι εμφανίστηκε ο Frankie Lymon των Teenagers - ένας μαύρος! - να χορεύει με μια λευκή κοπέλα. Η εκστρατεία εναντίον του συνεχίστηκε με την παραπομπή του στο δικαστήριο το Μάιο του 1958, ως υποκινητή των βίαιων επεισοδίων που ξέσπασαν έξω από μια συναυλία που είχε διοργανώσει στη Βοστόνη.
Τα πράγματα όμως πήραν πραγματικά άσχημη τροπή όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της payola. Η ιστορία ξεκίνησε το 1959 μετά την αποκάλυψη ότι πολλά τηλεοπτικά κουίζ γνώσεων ήταν στημένα v. Με αφορμή το σκάνδαλο αυτό, συστάθηκε μια κοινοβουλευτική επιτροπή διερεύνησης των κατηγοριών περί διαφθοράς και χρηματισμού στο όλο ραδιοτηλεοπτικό κύκλωμα. Οι ‘κακοί’ εν προκειμένω ήταν οι DJs, που έπαιζαν φτηνή και κακή μουσική - δηλαδή rock’n’roll - έναντι ανταλλαγμάτων. Είναι φυσικά γνωστό από καταβολής κόσμου, ότι οι εταιρείες δίσκων προσπαθούσαν να επηρεάσουν το αγοραστικό κοινό και να πλασάρουν τα προϊόντα τους. Σε αυτό χρειάζονταν τη βοήθεια των DJs, άρα ο μόνος λόγος να στραφούν εναντίον τους και να τους καταγγείλουν για χρηματισμό ήταν η άρνηση αρκετών DJs να συνεργαστούν στο ‘καθάρισμα’ του rock’n’roll από τα μαύρα και ανήθικα στοιχεία. Αυτό λοιπόν που σήμερα είναι καθημερινή και νόμιμη πρακτική, έγινε το ανάθεμα στις αρχές της δεκαετίας του `60 vi. Κι ενώ άλλοι DJ, όπως ο Dick Clark, είχαν τη διορατικότητα να παραδεχτούν τις κατηγορίες και να βγουν από την όλη υπόθεση αλώβητοι, ο Alan Freed όντας τρομερά απλοϊκός πλήρωσε τη νύφη. Το 1959 ο σταθμός WABC για τον οποίο δούλευε, του ζήτησε να υπογράψει μια ένορκη βεβαίωση ότι δεν είχε χρηματιστεί ποτέ, κι ο Freed αρνήθηκε ‘για λόγους αρχής’ όπως δήλωσε, με αποτέλεσμα την απόλυσή του. Η υπόθεση ήταν τόσο στημένη, που όταν τελικά ο Freed εμφανίστηκε στο δικαστήριο για να αντιμετωπίσει καμιά δεκαριά κατηγορίες χρηματισμού, κατέληξε να καταδικαστεί σε πρόστιμο 300$. Ο Freed όμως ήταν πια ένας τσακισμένος άνθρωπος. Αλκοολικός, άνεργος και αδέκαρος, μετακόμισε στο Παλμ Σπρινγκς της Καλιφόρνια. Εκεί, τον ανακάλυψε και το φοβερό και τρομερό IRS, η αμερικάνικη εφορία από την οποία ως γνωστόν δεν γλυτώνει κανένας - ούτε ο Al Capone. Νέα παραπομπή στη δικαιοσύνη, για φοροδιαφυγή αυτή τη φορά. Πριν ξεκινήσει όμως η δίκη, ο Freed μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με κρίση ουραιμίας και πέθανε στις 20 Ιανουαρίου του 1965.
Μόλις μια δεκαετία νωρίτερα, είχε γίνει διάσημος για τη φοβερή ατάκα: ‘Anyone who says rock&roll is a passing fad or a flash in the pan, has rocks in his head, dad!’ Ήταν ένας τύπος υπερβολικά καλόκαρδος, τίμιος, τρομερά απερίσκεπτος, θαρραλέος και αφελής. Ο ίδιος δήλωνε με καμάρι ότι ποτέ δεν έπαιξε στην εκπομπή του τραγούδι που να μην του άρεσε πραγματικά. Και το πλήρωσε, φυσικά.
Το 1978 προβλήθηκε στην Αμερική η ταινία American Hot Wax, βασισμένη στη ζωή του Freed με τον Tim McIntire στον ομώνυμο ρόλο, που χωρίς να ακολουθεί πιστά τα ιστορικά στοιχεία, συλλαμβάνει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα των `50s. Στα ατού της ταινίας είναι η εμφάνιση του Chuck Berry, του Jerry Lee Lewis και του Screamin’ Jay Hawkins. Ο Alan Freed ήταν και ένας από τους πρώτους υποψήφιους του Rock-and-Roll Hall of Fame, το 1986.
Βιβλιογραφία:
- The Rolling Stone Encyclopedia of Rock’n’Roll
- The Penguin Encyclopedia of Popular Music
- The Sound of the City : Charlie Gillet
- The Death of Rhythm’n’Blues : Nelson George
- The Story of Rock : Carl Benz
- Rockin’ Reels, an Illustrated History of Rock’N’Roll Movies : Jan Stacy & Ryder Syvertsen
- Rock of Film : Dave Ehrenstein & Bill Reed
- Amateur Night at the Apollo : Ralph Cooper with Steve Dougherty
- The Beat Goes On : The Rock File Reader, edited by Charlie Gillet and Simon Frith
Χίλντα Παπαδημητρίου
i Ο Alan Freed ‘έκλεψε’ τον όρο από τη μεγάλη rhythm’n’blues επιτυχία του Wild Bill Moore ‘We’re Gonna Rock, We’re Gonna Roll’ (1947).
ii Και όπως αναφέρει προσφυώς ο Charlie Gillet, στον Ήχο της Πόλης: ‘...Ο Alan Freed διατεινόταν συχνά ότι αυτός επινόησε τον όρο rock’n’roll ή την καινούργια μουσική, πράγμα που δεν ισχύει φυσικά. O ρόλος του υπήρξε αναντικατάστατος στη βοήθεια που πρόσφερε στην ανάπτυξη και στην εξέλιξη μιας συναρπαστικής νέας μουσικής που εξέφραζε πια κατ’ αποκλειστικότητα τα συναισθήματα της νεολαίας. Όταν χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο rock’n’roll, τον χρησιμοποίησε για μια μουσική που υπήρχε ήδη με το όνομα rhythm’n’blues. Η αλλαγή όμως του ονόματος έφερε και μια αλλαγή περιεχομένου: το rhythm’n’blues ήταν μια μουσική από μαύρους για μαύρους. Το rock’n’roll έγινε μια μουσική για νέους ανεξαρτήτως χρώματος, προέλευσης και κουλτούρας...’
iii Κατόπιν προτροπής του Leo Mintz, ισχυρίζεται πάλι ο Charlie Gillet στον Ήχο της Πόλης.
iv Το ‘Moon Dog’ προέρχεται από το instrumental του Todd Rhodes ‘Blues for Moon Dog’.
v Το θέμα χειρίστηκε θαυμάσια ο Robert Redford στην ταινία Quiz Show του 1994, στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο John Turturro και ο Ralph Fiennes.
vi O Nelson George, στο εξαιρετικό βιβλίο του ‘The Death of the Rhythm’n’Blues’, μιλάει έξω από τα δόντια για το θέμα της payola. Λέει ότι τα έξτρα δωράκια από τις εταιρείες δίσκων και τους μάνατζερ ήταν ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης των μαύρων DJ, που δούλευαν κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί. Ήταν λοιπόν μια πάγια και καθημερινή πρακτική, την οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως οι μικρές ανεξάρτητες εταιρείες για να αντέξουν το σκληρό ανταγωνισμό των μεγάλων ανεξάρτητων.
Για το ζήτημα της σχέσης DJ, αγοραστικού κοινού και πωλήσεων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κομμάτι ‘Playing Records’ των Simon Frith και Tony Cummings, στη συλλογή άρθρων για το rock και την ιστορία του με τίτλο ‘The Beat Goes On’ των Charlie Gillet και Simon Frith.