British Invasion

1964: η Αμερική θρηνεί το δολοφονημένο πρόεδρό της και τις ελπίδες που συμβόλιζε. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έχει εκφωνήσει τον περίφημο λόγο του «Έχω ένα όνειρο», που θα περίμενε 45 χρόνια για να υλοποιηθεί - ενδεχομένως. Η folk σκηνή της Νέας Υόρκης – πλην του Dylan – βουλιάζει τη σοβαροφάνεια και την καθαρολογία. Και τότε, το βράδυ της 9ης Φεβρουαρίου, ξεσπάει μια βόμβα μεγατόνων: οι Beatles εμφανίζονται στο σώου του Εντ Σάλιβαν. Και ξεκινάει η πρώτη Βρετανική Εισβολή.

Με τον όρο Βρετανική Εισβολή εννοούμε το πρώτο κύμα των βρετανικών beat και pop συγκροτημάτων και καλλιτεχνών, που ακολούθησαν τους Beatles και γνώρισαν πρωτοφανή (ακόμα και για τους ίδιους) επιτυχία στις ΗΠΑ, την τριετία 1964-1967. Πρόκειται για έναν όρο που επινόησαν τα ΜΜΕ, και το μειονέκτημά του είναι ότι βάζει στο ίδιο τσουβάλι ένα σωρό ανομοιογενή ονόματα και μουσικά είδη: από την καθαρή pop της Dusty Springfield και των Peter & Gordon, ως τον επηρεασμένο από τα blues ήχο των Animals και των Rolling Stones. Σήμερα, τα περισσότερα από τα ονόματα της Βρετανικής Εισβολής έχουν ξεχαστεί από την ιστορία (και δικαίως), ενώ η μουσική τους ακούγεται ενίοτε άτεχνη και γραφική. Ο Lester Bangs το συνοψίζει σε δυο προτάσεις: «λίγο-πολύ, η μουσική τους ήταν μια μπούρδα. Δεν ήταν τίποτα άλλο από την άψογη εξωτερίκευση της pop αισθητικής μιας κουλτούρας της μίας χρήσεως – πράγμα που δεν είναι κακό, βέβαια. Η όποια χάρη τους οφειλόταν ακριβώς στην ενθουσιώδη ανοησία τους». Και μια υποσημείωση: ονομάζουμε αυτό το κύμα «πρώτη Βρετανική Εισβολή», διότι έμελλε να ακολουθήσουν κι άλλες: η δεύτερη έγινε, ανεπιτυχώς, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με τα punk συγκροτήματα (Sex Pistols, Elvis Costello & the Attractions, Clash – οι μόνοι που τα κατάφεραν). Περισσότερη επιτυχία είχαν λίγο αργότερα τα new wave συγκροτήματα, με αιχμή του δόρατος τους Police [αφού όπως λέγεται, το new wave ήταν «το punk για Αμερικάνους»]. Μερικοί μιλούν και για ένα τρίτο κύμα, με τις μπάντες της Britpop, αν κι αυτό σηκώνει πολλή συζήτηση.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Μ. Βρετανία - όπως οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, άλλωστε - έζησε μια παρατεταμένη μεταπολεμική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας όλα ήταν εν ανεπαρκεία, και κυρίως η διασκέδαση. Και ενώ στην Αμερική οι έφηβοι αποτελούσαν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μια ισχυρή καταναλωτική δύναμη, η οποία απαιτούσε τη δική της μουσική, στη Μ. Βρετανία η επονομαζόμενη νεανική κουλτούρα ήταν ανύπαρκτη. Η λέξη «κουλτούρα» από μόνη της είχε ταξικές προεκτάσεις, σήμαινε κάτι σοβαροφανές και αποστεωμένο, ενώ η «νεανική» μουσική φιλτραριζόταν πάντοτε από το «καλό γούστο» και την ευπρέπεια του BBC. Η βρετανική νεολαία κατέφευγε στα αμερικάνικα μουσικά είδη, τα οποία όμως, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, είχαν πάψει να συγκινούν τους αμερικανούς τηνέιτζερ: το rock’n’roll ήταν μια ξεχασμένη «περιστασιακή μόδα», αφού ο Chuck Berry ήταν πολύ μαύρος, ο Jerry Lee Lewis στη μαύρη λίστα λόγω των σκανδάλων της προσωπικής του ζωής, και ο Elvis ασχολιόταν πια περισσότερο με τον κινηματογράφο, παρά με τη μουσική. Η αμερικάνικη μουσική βιομηχανία είχε φροντίσει να βρει διάφορα άνοστα λευκά κακέκτυπα των πρωτοπόρων του rock’n’roll, χωρίς προσωπικότητα και επομένως ευκολότερα στη χειραγώγηση: ο Ricky Nelson, ο Dion, ο Fabian και ο Frankie Avalon δεν τρόμαζαν τη γενιά των γονιών τους, και δεν απειλούσαν να παντρευτούν την 13αχρονη ξαδέλφη τους.
Έτσι, στις αρχές του ’60, έχουμε το παράδοξο οι νεαροί Βρετανοί να ακούν με φανατισμό και να αντιγράφουν τους πρωτοπόρους του rock’n’roll και των blues, ενώ οι Αμερικανοί να διασκεδάζουν με την πιο σαχλή ποπ, και οι πιο σοβαροί να κλαίνε τη μοίρα τους, ακούγοντας τους πουρίστες της folk. Ή όπως έγραψε ο Paul du Noyer στο Mojo: «ιστορικά, δουλειά της βρετανικής pop είναι να ερμηνεύει τη μουσική της μαύρης Αμερικής, και να την κάνει κατανοητή στη λευκή αμερικάνικη αγορά».
Οι πρώτες προσπάθειες των Βρετανών να φτιάξουν ένα βρετανικό αντίγραφο του rock’n’roll, απέφεραν το skiffle με τον Lonnie Donegan, και τον instrumental κιθαριστικό ήχο των Shadows. Γύρω στο 1961-1962, άρχισε να διαμορφώνεται το ρεύμα των beat συγκροτημάτων, τα οποία ξεκίνησαν από την περιοχή του ποταμού Μέρσι και εξαπλώθηκαν σ’ όλη τη χώρα. Χαρακτηριστικό τους ήταν η έμφαση στις κιθάρες, οι μουσικές αναφορές στον Elvis, τον Chuck Berry και τον Buddy Holly, κάποια στοιχεία από την τοπική παράδοση του music hall, αλλά και τα φωνητικά των girl groups και της Motown. Πρωτοπόροι του είδους αυτού που ονομάστηκε beat ή Merseybeat, ήταν οι Beatles, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα μ’ αυτούς, άρχισαν να ξεφυτρώνουν rock συγκροτήματα σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο: το Λίβερπουλ έβγαλε τους Searchers, Swinging Blue Jeans, Gerry & the Pacemakers, Billy J. Kramer & the Dakotas, Fourmost` το Λονδίνο, τους Rolling Stones, Dave Clark Five, Who, Kinks, Yardbirds, Peter & Gordon, Pretty Faces` το Μάντσεστερ, τους Freddie & the Dreamers, Hollies, Herman’s Hermits, Wayne Fontana & the Mindbenders` το Νιούκαστλ, τους Animals` το Μπέρμιγχαμ, τους Spencer Davis Group και Moody Blues` το Μπέλφαστ τους Them, το Έσεξ τους Tremeloes, το Σαιν Άλμπανς τους Zombies, το Άντοβερ τους Troggs …
Επισήμως, η Βρετανική Εισβολή ξεκίνησε στις 9 Φεβρουαρίου του 1964, τη βραδιά που οι Beatles εμφανίστηκαν στο σώου του Εντ Σάλιβαν. Τυπικά, βέβαια, είχε ξεκινήσει τον προηγούμενο Νοέμβριο, με τη μεγάλη επιτυχία της Dusty Springfield, I Only Want to be with You. Εδώ να κάνουμε μια παρένθεση για να πούμε ότι εκτός των beat συγκροτημάτων, και αρκετοί σόλο βρετανοί pop καλλιτέχνες τα κατάφεραν στις ΗΠΑ: ανάμεσά τους, η Cilla Black, η Petula Clark και λίγο αργότερα, ο Donovan.
Στην αρχή, η αμερικανική μουσική βιομηχανία απέρριψε το φαινόμενο της Beatlemania ως μια ευρωπαϊκή περιστασιακή μόδα, όταν όμως χάρη στην πρωτοφανή διαφημιστική εκστρατεία του Brian Epstein, όλη η χώρα ξετρελάθηκε με τους Fab Four, οι ΗΠΑ άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες σ’ όποιο συγκρότημα ή τραγουδιστή είχε βρετανική καταγωγή. Έτσι, την ίδια χρονιά, γνώρισαν αναπάντεχη επιτυχία οι Dave Clark Five (οι οποίοι, παρότι προέρχονταν από το Τότεναμ του βόρειου Λονδίνου, διαφημίζονταν ως «ο ήχος του Μέρσι με το beat του Λίβερπουλ»), οι απαράδεκτοι Freddie & the Dreamers και οι σαχλοί Herman’s Hermits. Όλοι αυτοί, μαζί με τους Gerry & the Pacemakers και τους Hollies (εκείνης της περιόδου) θύμιζαν περισσότερο τους λευκούς crooner, παρά νεανικές rock μπάντες, αλλά αυτό δεν έδειχνε να έχει πολλή σημασία.
Ωστόσο, το 1965, ακολούθησε το βαρύ πυροβολικό: οι Rolling Stones, οι Animals, οι Who, οι Yardbirds και οι Manfred Mann (του νοτιοαφρικανού κημπορντίστα Manfred Mann), η ομάδα δηλαδή των συγκροτημάτων που ήταν επηρεασμένα από το blues μάλλον παρά από το rock’n’roll. Μέσα στο γενικευμένο χαμό, βρέθηκαν στις ΗΠΑ αλλά δεν τα κατάφεραν όσο τους άξιζε και οι Zombies, οι Troggs και οι Kinks, ενώ οι Swinging Blue Jeans που είχαν έναν αυθεντικά άγριο ήχο, διαλύθηκαν πριν προλάβουν να επωφεληθούν από την επιτυχία του Hippy, hippy shake. Εντωμεταξύ, οι αμερικανοί μουσικοί άρχισαν να συνέρχονται από το πρώτο σοκ και να ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους. Και μπορεί οι Beatles να επηρεάστηκαν (κατά δήλωση του Lennon) από τον Dylan, το ίδιο όμως συνέβη και στον Dylan, ο οποίος αποφάσισε να εγκαινιάσει έναν πιο ηλεκτρικό ήχο και άρχισε να ντύνεται σαν αστέρι του rock – προς αποτροπιασμό των φανατικών folkies. Πριν μερικά χρόνια, ο Springsteen παραδέχτηκε στο Mojo ότι τα τραγούδια του που μιλούν για την αμερικάνικη εργατική τάξη, χρωστούν περισσότερα στους Animals και τη ζωή στο Νιούκαστλ, παρά στην αμερικάνικη μουσική. Ο μπλουζίστας Robert Cray ομολόγησε ότι όταν έπιασε κιθάρα για πρώτη φορά, δεν το έκανε επηρεασμένος από κάποιον περιπλανώμενο μαύρο μουσικό του Μισισιπή, αλλά επειδή άκουσε τους Beatles. Ακόμα και ο Brian Wilson αναγνώρισε ότι βλέποντας τους Beatles στο σώου του Εντ Σάλιβαν, ζήλεψε κι ενθουσιάστηκε. Και όταν άκουσε το Rubber Soul, αποφάσισε ότι οι Beach Boys έπρεπε να χύσουν πολύ ιδρώτα, μέχρι να φτιάξουν κάτι ισάξιο. Τρεις μήνες αργότερα, ήταν έτοιμο το Pet Sounds.
Εκτός από τον αδιαμφισβήτητο αντίκτυπο των Beatles, και ο ήχος των Searchers επηρέασε μια ολόκληρη φουρνιά αμερικανών μουσικών, οι οποίοι μετασχημάτισαν το jangling, το «κουδουνιστό» riff της δωδεκάχορδης κιθάρας του «Needles and Pins» σε folk-rock. Σημαντικότεροι εκπρόσωποί του αναδείχτηκαν οι Byrds, οι Leaves και οι Love, και το folk-rock σήμανε την αρχή του τέλους για την Βρετανική Εισβολή. Το 1967, δεν είχε παραμείνει παρά ο απόηχός της, ενώ τα ονόματα του psychedelic rock πήραν το πάνω χέρι, και οι καινούργιοι ήρωες των νεαρών αμερικανών έγιναν οι Greatful Dead, οι Jefferson Airplane και οι 13th Floor Elevator. Οι Βρετανοί τα μάζεψαν σιγά-σιγά και επέστρεψαν στην πατρίδα τους, και οι μόνοι που διασώθηκαν, ήταν όσοι είχαν αληθινό ταλέντο: ήτοι, οι Beatles και οι εκπρόσωποι του british blues – δηλαδή, οι Stones και Σια. Το αστείο είναι ότι πολλά αμερικάνικα συγκροτήματα, υιοθέτησαν εκείνη την εποχή «βρετανικά» ονόματα, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να γίνουν αρεστά στο αμερικάνικο κοινό, όπως οι Buckinghams.
Ενδιαφέρον έχει να συγκρίνει κανείς τις αντιδράσεις των άγγλων και των αμερικανών κριτικών εμπρός στη Βρετανική Εισβολή. Ο βρετανός δημοσιογράφος Nick Cohn (ο επονομαζόμενος πατέρας της rock κριτικής) γράφει στο βιβλίο του Awobopaloopbop Alopbamboom: «Μπορεί οι Beatles να σήμαιναν πολλά για την Αγγλία, αλλά για την Αμερική σήμαιναν πολύ περισσότερα. Άλλαξαν τα πάντα. Εμφανίστηκαν σε μια εποχή… που η ζωή των αμερικανών εφήβων είχε βαλτώσει μέσα στην αμερικάνικη pop και τους δακρύβρεχτες μπαλάντες… Οι νέοι χρειάζονταν επειγόντως καινούργιους ηγέτες, και οι Beatles, μαζί με τον Bob Dylan, αυτό ακριβώς έγιναν. Καθώς οι ίδιοι δεν ήταν κάλπηδες…, έδειξαν ολοφάνερα το πόσο κομφορμιστική είχε γίνει η Αμερική, αφύπνισαν τους ανθρώπους και βοήθησαν στη συγκεκριμενοποίηση των παντός είδους ασαφών δυσαρεσκειών και παραπόνων. Δεν ηθικολογούσαν, δεν το χρειάζονταν. Και μόνο με την ύπαρξή τους, έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στη μετατροπή της διαφωνίας από αγαπημένο παιχνιδάκι των διανοούμενων της αριστεράς, σε κάτι που αφορούσε ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας».
Ο σπουδαίος αμερικανός δημοσιογράφος και κριτικός Lester Bangs, χωρίς να διαφωνεί ακριβώς, δείχνει να υποτιμά τη μουσική αξία της Βρετανικής Εισβολής: «Αρχές του 1964. Η Αμερική – οι νέοι Αμερικανοί, ειδικότερα – έχει χάσει έναν πρόεδρο που έμοιαζε με τη θεϊκή ενσάρκωση των εθνικών ιδεωδών, έναν σούπερ σταρ της νεανικής κουλτούρας. Ήμασταν πεσμένοι, χρειαζόμασταν μια ένεση πολιτιστικού speed, κάτι να μας ανεβάσει, κάτι γρήγορο, δυνατό και επιφανειακό, για να γεμίσουμε το κενό` χρειαζόμασταν ένα ξεφάντωμα μετά το ξενύχτι του νεκρού…. Εκ των υστέρων, μοιάζει οφθαλμοφανές ότι αυτή η τόνωση της διάθεσής μας έπρεπε να έρθει κάπου έξω από τις παραμέτρους της αμερικάνικης μουσικής κουλτούρας, αν μη τι άλλο, επειδή η folk που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο στην αμερικάνικη pop, ήταν υπερβολικά συνδεδεμένη με τα συντετριμμένα όνειρα των Καινούργιων Συνόρων [που ευαγγελιζόταν ο JFK]. Οι Βρετανοί το κατάφεραν αυτό εν μέρει, ξεθάβοντας μια μουσική που εμείς αγνοούσαμε, την είχαμε ξεχάσει ή την είχαμε απορρίψει, ανακυκλώνοντάς την σε μια πιο λαμπερή, πιο αδέξια και πιο ακατέργαστη φόρμα… Ακόμα και στην πιο χαλαρή και ανόητη λιβερπούλια απόδοση ενός παλιού, αμερικάνικου r’n’b, υπήρχε τουλάχιστον η υπόσχεση και η λαχτάρα ότι ερμηνευτές και κοινό θα ξεφάντωναν, θα τα έκαναν γυαλιά-καρφιά και θα έτρεχαν έξαλλοι στους δρόμους – πράγμα που κάναμε, φυσικά…» Και καταλήγει: «Δικαίως θα με ρωτήσετε αν οι μπάντες της Βρετανικής Εισβολής θα τα κατάφερναν στις ΗΠΑ και αν θα είχαν μπει στην ιστορία του rock, αν δεν είχαν ακολουθήσει τους Beatles καταπόδι, αλλά αυτό ίσως να μην παίζει τελικά κανένα ρόλο. Παρόλη την αθωότητα, τον ενθουσιασμό και την αίσθηση του καινούργιου που εξέπεμπε αυτή η μουσική, μια πιο κατάλληλη ερώτηση θα ήταν η εξής: δεν το διασκεδάσαμε περισσότερο απ’ όσο είχαμε ονειρευτεί ποτέ ότι θα ήταν δυνατόν; Και δεν ήταν φοβερή εποχή για να ζει κανείς;»