Το Μάρτιο του 1996, ο Nick Gold, ιδιοκτήτης της λονδρέζικης εταιρείας World Circuit Records, ζήτησε από τον Ry Cooder να τον συνοδέψει στην Κούβα όπου σκόπευε να ηχογραφήσει ένα δίσκο με Αφρικανούς και Κουβανούς κιθαρίστες. Ο Cooder, πρόθυμος πάντοτε να συμμετάσχει σε πολυφυλετικές μουσικές συνεργασίες, δέχτηκε ευχαρίστως. O Cooder είχε επισκεφτεί την Αβάνα τη δεκαετία του `70, όταν ο Φιντέλ Κάστρο, παρά το εμπάργκο και τον ψυχρό πόλεμο των ΗΠΑ, επέτρεψε σε μια ομάδα μουσικών (όπως ο Stan Getz και ο Dizzy Gillespie) να επισκεφτούν την Κούβα με αντάλλαγμα να δώσουν μια συναυλία εκεί. Από τότε ο Cooder έψαχνε μια ευκαιρία να επιστρέψει και να συνεργαστεί με ντόπιους μουσικούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Αφρικανοί κόλλησαν στο Παρίσι, αλλά ο Cooder με τον Gold δεν το έβαλαν κάτω και βγήκαν στην Αβάνα ψάχνοντας για Κουβανούς καλλιτέχνες. Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κατά πολύ τις φιλοδοξίες τους. Στο παλιό στούντιο EGREM της Αβάνας - το μοναδικό που λειτουργεί πια, υπό κρατική διεύθυνση - ηχογράφησαν μέσα σε δύο βδομάδες το υλικό τριών δίσκων: το Buena Vista Social Club, το ‘A Toda Cuba le Gusta’ των Afro-Cuban All Stars και το ‘Introducing Ruben Gonzalez’. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ‘Buena Vista Social Club’ ονομάστηκε η ομάδα των μουσικών που συμμετείχε στην ηχογράφηση και στις μετέπειτα συναυλίες, ενώ το όνομα προέρχεται από ένα πολύ γνωστό κλαμπ της Αβάνας - αυτό που βλέπουμε να ψάχνει στην αρχή της ταινίας ο Compay Segundo.
Ο ΔΙΣΚΟΣ - ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΥΛΙΚΟ
Κοιτάζοντας τους μουσικούς του Buena Vista Social Club, είναι σαν να βλέπεις τα μέλη ενός ΚΑΠΗ που βγήκαν την Κυριακάτικη βόλτα τους. Φορούν όλοι τα καπελάκια τους - παναμάδες, καουμπόικα στέτσον, μπερέ α λα Τσε Γκεβάρα ή άσπρα ψαθάκια - και στέκονται ευθυτενείς όπως μόνο οι περήφανοι ηλικιωμένοι μπορούν να σταθούν. Και όμως αυτοί οι ‘Super-Abuelos’, οι Σούπερ-Παππούδες δηλαδή, συμμετείχαν σε μερικές από τις διασημότερες ορχήστρες της Κούβας, και έζησαν την έκρηξη των πιο δημοφιλών χορών του αιώνα: της rumba, του mambo, του cha-cha και της salsa. Στην ομάδα συμμετείχαν συνολικά είκοσι μουσικοί και τραγουδιστές - ανάμεσά τους ο Ry Cooder και ο γιος του Joachim στα κρουστά - ενώ στην εκτέλεση της παραγωγής ανεκτίμητη υπήρξε η βοήθεια του Juan de Marcos Gonzalez, που είναι επικεφαλής του κορυφαίου Κουβανέζικου συγκροτήματος son, Sierra Maestra.
Τα αστέρια της παρέας φυσικά είναι ο εννενηντάχρονος Compay Segundo, ο ογδονταπεντάρης Ruben Gonzalez και ο εβδομηντάρης Ibrahim Ferrer. Ο Compay Segundo παίζει κιθάρα, τραγουδάει και λέει αστεία με κέφι εικοσάρη, και όπως λέει ο Ry Cooder: ‘...ήταν η ψυχή του δίσκου. Ήξερε τα καλύτερα τραγούδια και πως πρέπει να παιχτούν, επειδή τα παίζει από το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου’. Ο Segundo, που ξεκίνησε όντως το τραγούδι τη δεκαετία του `20, είναι και ο εφευρέτης του armonico, μιας επτάχορδης κιθάρας που έχει διπλή τη χορδή Sol για μεγαλύτερη αρμονική αντήχηση. Είναι συνθέτης εκατοντάδων γνωστών τραγουδιών, και πρέπει να είναι ο γηραιότερος άνθρωπος που υπέγραψε ποτέ συμβόλαιο με μεγάλη εταιρεία δίσκων, και συγκεκριμένα με το ισπανικό παράρτημα της EastWest. Τα τραγούδια του έχουν τραγουδηθεί από δεκάδες καλλιτέχνες της ευρύτερης περιοχής, όπως ο Αμερικανός σταρ της salsa Willie Colon, χωρίς ο ίδιος να πάρει ποτέ ούτε δεκάρα λόγω του οικονομικού μποϋκοτάζ των ΗΠΑ. Πρόσφατα, έφτιαξε μια μπάντα για να κάνει περιοδείες, την οποία ονόμασε ‘Los Muchachos’ - [τα Πιτσιρίκια], και από το χέρι του δεν λείπει ποτέ ένα πούρο Cohiba. Ο Segundo, που όπως δηλώνει ο ίδιος καπνίζει ογδόντα πέντε συναπτά χρόνια, παίζει κυρίως guajiras, τα τραγούδια της ενδοχώρας που έχουν ισπανική αγροτική προέλευση [ενώ η πιο γνωστή guajira είναι φυσικά η Guantanamera).
Το δεύτερο αστέρι της παρέας είναι ο ογδονταπεντάρης Ruben Gonzalez, ένας καταπληκτικός πιανίστας που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του πριν πενήντα χρόνια, με την ορχήστρα του τυφλού κιθαρίστα Arsenio Rodriguez. Πριν τη συμμετοχή του στο Buena Vista Social Club, o Gonzalez είχε χρόνια να παίξει πιάνο, αφενός λόγω της αρθρίτιδας που τον ταλαιπωρεί, και αφετέρου ελλείψει πιάνου, αφού το δικό του είχε καταστραφεί από τους τερμίτες, και δεν είχε φυσικά την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει άλλο. Μόλις κάθισε όμως ξανά στο πιάνο, ήταν σαν να μην είχε σταματήσει να παίζει ούτε μέρα και, κατά τον Ry Cooder, ‘είναι τρομερός πιανίστας, μια διασταύρωση του Thelonius Monk με τον Felix το Γάτο!’
Άλλη αποκάλυψη, ο εβδομηντάρης Ibrahim Ferrer που τον μάζεψαν από το δρόμο κυριολεκτικά, αφού δούλευε ως λούστρος από τότε που η λεπτή φωνή του έπαψε να είναι της μόδας, μετά τη δεκαετία του `60. Οι μουσικοκριτικοί αποκαλούν ‘φαφούτη Sinatra’ τον Ferrer, που είναι πραγματικό γέννημα των social club - τη μητέρα του την έπιασαν οι πόνοι της γέννας σε ένα χορό. Μαζί του τραγουδάει ένα συγκινητικό ντουέτο η Omara Portuando, η μοναδική γυναικεία παρουσία στο Buena Vista Social Club, την οποία τα μουσικά έντυπα ονομάζουν άλλοτε ‘Edith Piaf της Κούβας’, άλλοτε ‘κουβανέζα Billie Holliday’ κι ενίοτε ‘Diana Ross της Καραϊβικής’ [προσωπική παρατήρηση: η πρώτη και η δεύτερη παρομοίωση μάλλον την υπερτιμούν, η τελευταία την υποτιμά ασυζητητί. Θα έλεγα ότι θυμίζει περισσότερο τις mornas που τραγουδάει η Cesaria Evora].
Απίστευτα εντυπωσιακή είναι η παρουσία του Eliades Ochoa, του κιθαρίστα με την αρρενωπή φωνή, που χωρίς να έχει τη χάρη και τη γοητεία των προηγούμενων παππούδων, ήταν το συστατικό που ‘έδεσε το γλυκό’. Φοβερός στο διπλό μπάσο και ο Orlando ‘Cachaito’ Lopez, γόνος οικογένειας που βγάζει μπασίστες εδώ κι ένα αιώνα. Εξαιρετικός επίσης ο ογδοντάχρονος τραγουδιστής Pio Levya, που ντυμένος με ένα κοστούμι σε στυλ Μάο χορεύει κουνώντας ‘αισθησιακά’ και ταυτόχρονα κωμικά τους γοφούς του. Τέλος, ο Barbarito Torres, που παίζει laoud, ένα κουβανέζικο λαούτο, και κάνει επίδειξη δεξιοτεχνίας παίζοντας πίσω από την πλάτη του! Το Buena Vista Social Club συμπληρώνουν κι άλλοι Κουβανοί μουσικοί στα πνευστά και στα κρουστά, ενώ πανταχού παρών και αναντικατάστατος είναι ο Juan de Marcos Gonzalez.
Το υλικό του ομώνυμου δίσκου, του Buena Vista Social Club δηλαδή, αποτελείται από ποικίλα στυλ της κουβανέζικης μουσικής: ξεκινά από αστικά τραγούδια της Αβάνας, περνά στα τραγούδια της ενδοχώρας του Σαντιάγκο και του Σίμπονεϋ, και φτάνει μέχρι συνθέσεις του περασμένου αιώνα, σαν τη ‘Bayamesa’ (1869). Πρόκειται για μια πραγματική παρέλαση ερωτικών boleros, up-tempo ρυθμών Latin, mambo και danzon, son και descarga.
Ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Ruben Gonzalez με τίτλο ‘Introducing Ruben Gonzalez’, ηχογραφήθηκε κι αυτός το Μάρτιο του 1996, και βγήκε μετά από τις δυο βδομάδες που έπαιξαν μαζί οι μουσικοί του Buena Vista Social Club. Χρειάστηκαν μόνο δύο μέρες για να ηχογραφηθεί ολόκληρος, ζωντανά, χωρίς καμία επέμβαση ούτε overdubbing. Είναι μια σειρά από son, danzon και ρυθμούς guaracha, διανθισμένους όμως από όλα τα είδη της κουβανέζικης μουσικής. Οι μελωδίες είναι πασίγνωστες σε όλους - και μπορεί να σας θυμίσουν μουσικές ξενοδοχείων - είναι παιγμένες όμως σε στυλ descarga, σε ύφος δηλαδή κουβανέζικου jam session. Τις ενορχηστρώσεις και τη διεύθυνση των μουσικών έχει αναλάβει και εδώ ο εξαίρετος Juan de Marcos Gonzalez.
Αφορμή για την ταινία Buena Vista Social Club στάθηκε ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Ibrahim Ferrer, που ηχογραφήθηκε ( όπως θα δούμε και παρακάτω) στο δεύτερο ταξίδι του Ry Cooder στην Αβάνα, το 1998. Η βάση της ηχογράφησης είναι ξανά οι μουσικοί του Buena Vista Social Club, μόνο που αυτή τη φορά έχουν προστεθεί πολλά γυναικεία φωνητικά και πολλά έγχορδα και βιολιά. Τα τραγούδια είναι κυρίως son και boleros, και μια guajira.
Το πιο εντυπωσιακό πάντως και με τους τρεις δίσκους, αλλά και με τις συναυλίες, είναι ο τρόπος που συνυπάρχουν όλοι αυτοί οι μουσικοί στο στούντιο και στη σκηνή, χωρίς βεντετισμούς και εγωισμούς, αφού το star system της δυτικής μουσικής δεν τους έχει μολύνει και αντιμετωπίζουν τη μουσική πιο συλλογικά.
Η ΤΑΙΝΙΑ - ΕΝΑ ‘MUSICUMENTARY’
Ο Ry Cooder και ο Wim Wenders γνωρίζονται από την εποχή του Paris Texas, και τους δένει εκτός των άλλων η κοινή τους αγάπη για το rock και για την ethnic μουσική. Επιστρέφοντας από την Αβάνα το 1996, ο Ry Cooder ξεκίνησε μια νέα συνεργασία με τον Wenders για το soundtrack της ταινίας ‘End of the Violence’. O Wenders λέει ότι ο Cooder είχε πάθει ψύχωση με τους Κουβανούς μουσικούς, και του έβαζε την κασέτα του Buena Vista Social Club καθημερινά, όσο χρόνο διήρκεσε η συνεργασία τους. Όταν λοιπόν το 1998, μετά την τρομακτική επιτυχία του δίσκου - που όχι μόνο ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο σε πωλήσεις αλλά κέρδισε και ένα Βραβείο Grammy - o Ry Cooder αποφάσισε να ξαναπάει στην Κούβα για να ηχογραφήσει τον προσωπικό δίσκο του Ibrahim Ferrer, ο Wenders αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Πήρε ένα συνεργείο μαζί του για να κινηματογραφήσει τα μέλη του Buena Vista Social Club στην Αβάνα και στο Άμστερνταμ, στις συναυλίες που έδωσαν στο Carre Theatre. Εκείνη την εποχή, κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα γινόταν μια ακόμα και τελευταία συναυλία των Σούπερ-Παππούδων στο Κάρνεγκι Χωλ της Νέας Υόρκης. Ο Wenders τους ακολούθησε κι εκεί, και παρόλο που είχε ήδη υλικό διαρκείας 50 ωρών, απαθανάτισε και αυτή τη συναυλία. Λέει ο Wenders; ‘Στα πρόσωπα των μουσικών είναι προφανής η αγάπη τους για τον πολιτισμό τους, την ιστορία τους και τη μουσική τους... Οι ελλείψεις στην Αβάνα ήταν τεράστιες, κι όχι μόνο σε υλικοτεχνική υποδομή. Δυσκολευόμαστε να εξασφαλίσουμε ακόμα και το φαγητό των μελών του συνεργείου, εξ αιτίας του απαράδεκτου και ξεπερασμένου εμπάργκο των ΗΠΑ.... Κανένας από τους μουσικούς δεν θέλει να εγκαταλείψει τη χώρα του. Την αγαπούν βαθιά, όπως αγαπούν τη μουσική τους..... Η πιο συγκινητική στιγμή της ταινίας είναι η σκηνή που η Portuando δακρύζει ενώ τραγουδάει το ‘Dos Gardenias’, και ο Ibrahim Ferrer την αγκαλιάζει και της σκουπίζει τα μάτια. Και η σκηνή που βλέπουμε τον Ruben Gonzalez να παίζει πιάνο για να συνοδεύσει τις μικρές μπαλαρίνες της σχολής χορού. Δεν είναι ένα σκέτο ντοκιμαντέρ. Είναι ένα musicumentary’.
Μη χάσετε την ευκαιρία να δείτε αυτό το musicumentary, ακόμα και αν δεν είστε λάτρεις της κουβανέζικης μουσικής. Αν μη τι άλλο, για την τελευταία σκηνή, εκεί που κάποιος από το κοινό δίνει στην Portuando και τους υπόλοιπους μια Κουβανέζικη σημαία κι εκείνοι την ξεδιπλώνουν και την ανεμίζουν περήφανοι και δακρυσμένοι μέσα στο κατάμεστο Κάρνεγκι Χωλ.
Μουσικά Ρεύματα στο Buena Vista Social Club
Το υλικό του ομώνυμου δίσκου, του Buena Vista Social Club δηλαδή, αποτελείται από ποικίλα στυλ της κουβανέζικης μουσικής: ξεκινά από αστικά τραγούδια της Αβάνας, περνά στα τραγούδια της ενδοχώρας του Σαντιάγκο και του Σίμπονεϋ, και φτάνει μέχρι συνθέσεις του περασμένου αιώνα, σαν τη ‘Bayamesa’ (1869). Πρόκειται για μια πραγματική παρέλαση ερωτικών boleros, up-tempo ρυθμών Latin, mambo και danzon, son και descarga.
Ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Ruben Gonzalez με τίτλο ‘Introducing Ruben Gonzalez’, ηχογραφήθηκε κι αυτός το Μάρτιο του 1996, και βγήκε μετά από τις δυο βδομάδες που έπαιξαν μαζί οι μουσικοί του Buena Vista Social Club. Χρειάστηκαν μόνο δύο μέρες για να ηχογραφηθεί ολόκληρος, ζωντανά, χωρίς καμία επέμβαση ούτε overdubbing. Είναι μια σειρά από son, danzon και ρυθμούς guaracha, διανθισμένους όμως από όλα τα είδη της κουβανέζικης μουσικής. Οι μελωδίες είναι πασίγνωστες σε όλους - και μπορεί να σας θυμίσουν μουσικές ξενοδοχείων - είναι παιγμένες όμως σε στυλ descarga, σε ύφος δηλαδή κουβανέζικου jam session. Τις ενορχηστρώσεις και τη διεύθυνση των μουσικών έχει αναλάβει και εδώ ο εξαίρετος Juan de Marcos Gonzalez.
Αφορμή για την ταινία Buena Vista Social Club στάθηκε ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Ibrahim Ferrer, που ηχογραφήθηκε ( όπως θα δούμε και παρακάτω) στο δεύτερο ταξίδι του Ry Cooder στην Αβάνα, το 1998. Η βάση της ηχογράφησης είναι ξανά οι μουσικοί του Buena Vista Social Club, μόνο που αυτή τη φορά έχουν προστεθεί πολλά γυναικεία φωνητικά και πολλά έγχορδα και βιολιά. Τα τραγούδια είναι κυρίως son και boleros, και μια guajira.
Το πιο εντυπωσιακό πάντως και με τους τρεις δίσκους, αλλά και με τις συναυλίες, είναι ο τρόπος που συνυπάρχουν όλοι αυτοί οι μουσικοί στο στούντιο και στη σκηνή, χωρίς βεντετισμούς και εγωισμούς, αφού το star system της δυτικής μουσικής δεν τους έχει μολύνει και αντιμετωπίζουν τη μουσική πιο συλλογικά.
Χίλντα Παπαδημητρίου