Πρωτοσυνάντησα τον Ντην λίγο καιρό αφότου χωρίσαμε η γυναίκα μου κι εγώ. Ότι έβγαινα από μια βαριά αρρώστια, που τίποτα δεν έχω να πω γι’ αυτήν εκτός α’ ότι δεν ήταν ξένη με αυτό το θλιβερό κι εξουθενωτικό χωρισμό, με την εντύπωση πως όλα ήταν χαμένα. Με τον ερχομό του Ντην Μόριαρτι αρχίζει στη ζωή μου το κεφάλαιο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε η ζωή μου στο δρόμο.....
Στο Δρόμο (μετάφραση Δήμητρας Νικολοπούλου
εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟ)
Έτσι ξεκινά ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της μεταπολεμικής αμερικάνικης λογοτεχνίας, το βιβλίο που μαζί με το ‘Ουρλιαχτό΄ του Allen Ginsberg και το ‘Γυμνό Γεύμα’ του William Burroughs αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της beat λογοτεχνίας. Και καθώς ο ένας μετά τον άλλο οι πρωτοπόροι της ‘Beat Generation’ αφήνουν το μάταιο κόσμο μας, ας θυμηθούμε αυτόν που ανέπτυξε πρώτος διεξοδικά τον όρο Beat, και του έδωσε συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο. Ήταν άλλωστε αυτός που έφυγε και πρώτος, στις 21 Οκτωβρίου του 1969.
O Jack Kerouac γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης το 1922, από φτωχή οικογένεια Γαλλο-Καναδών καθολικών. Τελειώνοντας το γυμνάσιο της πόλης του, πέτυχε μια αθλητική υποτροφία για το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ως ταλέντο στο ράγκμπι. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν καλά, αφού ο Kerouac κατάφερε να σπάσει το πόδι του την πρώτη χρονιά, αποκλείστηκε από την ομάδα, και γρήγορα έχασε κάθε ενδιαφέρον για το πανεπιστήμιο και τις σπουδές. Με την είσοδο των ΗΠΑ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δοκίμασε να καταταγεί στο ναυτικό, καθώς όμως η στρατιωτική πειθαρχία δεν του πήγαινε ιδιαίτερα, τα εγκατέλειψε και μπαρκάρισε στο εμπορικό ναυτικό. Ούτε εκεί έμεινε πολύ, και σύντομα επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και στην παρέα του, μια ομάδα από νεαρούς συγγραφείς και ποιητές που ζούσαν σε συνθήκες μποέμικης φτώχειας και λάτρευαν τους δικούς τους ‘Κρυφούς Ήρωες’ (κατά τον Ginsberg): τους τζαζίστες Charlie Parker και Dizzy Gillespie, το Γάλλο ποιητή Αρθούρο Ρεμπώ, τον Ουαλό αλκοολικό ποιητή-ερμηνευτή Dylan Thomas, τον αναρχικό ποιητή και ζωγράφο Kenneth Rexroth. Ο σκληρός πυρήνας της ομάδας των Beat ήταν ο Kerouac, ο Allen Ginsberg, ο William Burroughs, ο Lawrence Ferlinghetti και ο Gary Snyder. Ο Burroughs ήταν αυτός που ξεσήκωσε τον όρο beat από ένα πρεζόνι της Τάιμς Σκουέαρ, τον Herbert Huncke, o Kerouac όμως τον προσδιόρισε δίνοντάς του ένα πιο πνευματικό περιεχόμενο. ‘Είναι ένα είδος λάθρα διαβίωσης...Σαν να είμαστε μια γενιά λάθρα ζώντων. Καταλαβαίνεις, όλοι εμείς έχουμε την εσώτερη γνώση ότι είναι άνευ νοήματος να καμαρώνουμε σε ένα τέτοιο επίπεδο, στο επίπεδο του ΄δημόσιου’, έχουμε ένα είδος beatness - δηλαδή, να είμαστε εκεί μέσα, στον εαυτό μας και μόνο, επειδή εμείς όλοι ξέρουμε πραγματικά ποιοι είμαστε - και νοιώθουμε μια βαρεμάρα για κάθε είδους φόρμα, για όλες τις συμβάσεις του κόσμου...Φαντάζομαι λοιπόν, ότι μπορείς να μας αποκαλέσεις μια beat generation...’[1]
Ο Kerouac έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα The Town and the City στο ύφος του Thomas Wolfe (1950). Το 1951 στην παρέα εισέβαλε κυριολεκτικά ο Neal Cassady, και ο Kerouac ξεκίνησε με την συντροφιά του μια σειρά από ταξίδια από τη Νέα Υόρκη ως το Σαν Φρανσίσκο, από τη μια άκρη ως την άλλη της Αμερικής, στα τέλη της δεκαετίας του `40. Αυτά τα ταξίδια αποφάσισε να διηγηθεί ο Kerouac όπως ακριβώς είχαν γίνει, με μια ανάσα, χωρίς να σταματάει για να σκεφτεί ή για να διορθώσει οτιδήποτε. Για να το πετύχει αυτό, κόλλησε ένα πακέτο χαρτί γραφομηχανής, για να μην χρειάζεται να διακόπτει και να βάζει καινούργια σελίδα, ενώ έπαιρνε τις Μπεζεντρίνες με τη χούφτα. Έγραψε το ‘Στο Δρόμο’ από τις 2 ως τις 22 Απριλίου του 1951, και το ύφος της αφήγησής του ο ίδιος το ονόμασε ‘αυθόρμητη γραφή’.
Κανένας εκδότης δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από αυτό τον τεράστιο ρολό με τις χαοτικές προτάσεις και το λαχανιασμένο ρυθμό, και ο Kerouac συνέχισε να γράφει το ένα μυθιστόρημα μετά το άλλο, χωρίς να καταφέρνει να βρει εκδότη. Το 1955 πια, ο κύκλος των Beat άρχισε να αποκτά κάποια φήμη. Όλα τα μέλη του σκληρού πυρήνα αναγνώριζαν σαν πιο ταλαντούχο τον Kerouac, πράγμα που ώθησε κάποιους εκδότες να ενδιαφερθούν για τα χειρόγραφά του. Το ‘Στο Δρόμο’ κυκλοφόρησε τελικά το 1957, με τεράστια επιτυχία, ο Kerouac όμως δεν ήξερε πια πως να αντιδράσει. Τα χρόνια της απόρριψης τον είχαν γεμίσει πίκρα, η πίεση των media να παίξει το ρόλο του Φωτισμένου Beat Συγγραφέα τον έκανε να νοιώθει άβολα, ενώ οι ‘σοβαροί’ κριτικοί τον εξευτέλισαν όσο μπορούσαν, θεωρώντας τους Beat μια ‘μόδα’ που θα περάσει, σαν το twist και το χούλα-χουπ στο χώρο της λογοτεχνίας. Ταυτόχρονα, ο Kerouac ένοιωθε ότι όλοι περίμεναν να υποδυθεί και στη ζωή το ρόλο του Σαλ Παραντάιζ - του βασικού ήρωα του ‘Στο Δρόμο’- κι έπεσε με τα μούτρα στο αλκοόλ, γεγονός που τον γέρασε απότομα και τον έκανε να χάσει τη φυσική του πνευματική διαύγεια. Για κάποια χρόνια, δοκίμασε να βρει τη λύση στο Βουδισμό, χωρίς αποτέλεσμα, ενώ η αστάθεια της συμπεριφοράς του αποξένωσε σιγά-σιγά τους παλιούς του φίλους. Συνέχισε να εκδίδει τα μυθιστορήματα που είχε γράψει τη δεκαετία του `50, αφού δεν μπορούσε πια να γράψει όπως παλιότερα, ενώ έκανε συχνά εμφανίσεις την τηλεόραση παίζοντας το ρόλο του γκουρού των Beatniks, όπως ονομάστηκαν όσοι ενστερνίστηκαν τον αντικομφορμισμό των πρώτων Beat[2]. Ηχογράφησε επίσης και τρεις δίσκους με απαγγελίες των στίχων του.
Με την έναρξη της δεκαετίας του `60, διαλυμένος και ηττημένος, εγκατέλειψε το Σαν Φρανσίσκο για το Λονγκ Αιλαντ, όπου εγκαταστάθηκε στο σπίτι της μητέρας του, με την οποία έζησε μέχρι το θάνατό του. Παρά την ταύτισή του με το στερεότυπο του beatnik, ο Kerouac ήταν πολιτικά συντηρητικός, ειδικά μετά τη συμβίωσή του με την αυστηρή, φανατική καθολική μητέρα του. Και μπορεί οι άλλοι beatniks να ασπάστηκαν τη χίπικη ιδεολογία και τον πολιτικό ριζοσπαστισμό της δεκαετίας του `60, αλλά ο Kerouac εξέφραζε σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν την αντίθεσή του με τα πιστεύω των χίπις. Τάχθηκε υπέρ του πολέμου του Βιετνάμ, και έγινε προσωπικός φίλος του συντηρητικού μεγαλοεκδότη William F. Buckley[3]. Μετά από τους δύο αποτυχημένους γάμους του τη δεκαετία του `50, στα μέσα της δεκαετίας του `60 παντρεύτηκε για τρίτη φορά τη Στέλλα, μια παιδική του φίλη από το Λόουελ, ελπίζοντας ότι θα φροντίσει τόσο αυτόν όσο και την ηλικιωμένη μητέρα του. Επέστρεψαν μάλιστα όλοι μαζί στο Λόουελ για λίγο, για να εγκατασταθούν τελικά στο Σαιν Πίτερσμπεργκ της Φλόριντα, όπου πέθανε ο Kerouac το 1969, στα 47 του χρόνια.
Τα σημαντικότερα βιβλία του, εκτός του ‘Στο Δρόμο’, είναι οι Υποχθόνιοι (The Subterraneans), ο Μοναχικός Ταξιδιώτης (The Lonesome Traveler)[4], οι Dhurma Bums, το Desolation Angels, το Big Sur, και η ποιητική συλλογή Mexico City Blues. Στην ελληνική έκδοση του ‘Στο Δρόμο’, υπάρχει ένα εισαγωγικό σημείωμα του Andre Brincour, αρκετά διαφωτιστικό για τη σημασία των γραπτών του Kerouac στη μεταπολεμική αμερικάνικη λογοτεχνία. Αναφέρει λοιπόν ο Brincour ότι ο Kerouac είναι ο συνεχιστής της αμερικάνικης παράδοσης της Περιπλάνησης και της Αναζήτησης, ένας επίγονος του Whitman και του Melville, η έκφραση του μύθου της περιπλάνησης, του ωτοστόπ, της απόσπασης. Και όπως συμφωνούν πια ακόμα και οι πιο σοβαροί κριτικοί, υπήρξε ο εκφραστής της λαχτάρας για ζωή, ομορφιά, jazz μουσική, ναρκωτικά, ταχύτητα και μυστικισμό που ένοιωθαν οι νέοι κι όσοι σαν κι αυτόν μισούσαν τα ξυπνητήρια, τα προγράμματα δουλειάς και ζωής, τη διαβίωση μέσα στις συμβάσεις του αμερικάνικου ονείρου. Γι’ αυτό ταυτίστηκε τόσο πολύ μαζί του η πρώτη μεταπολεμική αμερικάνικη γενιά, αλλά και πολλές γενιές ακόμα, μέχρι σήμερα.
Σημειώσεις
[1] Κατά τον Ginsberg, beat σημαίνει ‘εξαντλημένος, στον πάτο του κόσμου, να κοιτάς από εκεί μέσα τους άλλους έξω, άγρυπνος, με τα μάτια ορθάνοιχτα, παρατηρητικός, αποδιωγμένος από την κοινωνία, μόνος σου, σοφός στα κόλπα του δρόμου’.
[2] Ο Kerouac, σε ένα άρθρο του στο Esquire το 1958, έλεγε: ‘Η Beat Generation ήμασταν λίγοι φίλοι, μια βραχύβια παρέα που την αποτελούσαν ο Ginsberg, o Carr, o Burroughs, o Huncke και o Holmes, και είχαμε σκορπίσει από τη Νέα Υόρκη εδώ και χρόνια. Μετά τον πόλεμο της Κορέας όμως, αναδύθηκε μια γενιά cool και beat, που υιοθέτησε τις χειρονομίες και το στυλ μας` σύντομα κυκλοφορούσε παντού το καινούργιο look...τα bop οράματα έγιναν κτήμα του εμπορικού κόσμου της λαϊκής κουλτούρας....και η Beat Generation, αν και νεκρή, αναστήθηκε ξανά και δικαιώθηκε...’
[3] Ο William Buckley ήταν ο πολυεκατομμυριούχος εκδότης του δεξιότατου National Review, ενώ από το 1966 παρουσίαζε μια πολιτική εκπομπή στην τηλεόραση με τίτλο Firing Line.
[4] Βιβλία του Kerouac κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟ.
Χίλντα Παπαδημητρίου