Αφιέρωμα στον James Ellroy

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ η Λευκή Τζαζ του Τζέημς Ελρόι, κι έτσι ολοκληρώθηκε η τετραλογία του Λος Άντζελες. Τα άλλα τρία βιβλία της τετραλογίας είναι η Μαύρη Ντάλια, το Μεγάλο Πουθενά και το Λος Άντζελες Εμπιστευτικό [που έγινε ταινία από τον Κέρτις Χάνσον, με ασυνήθιστη επιτυχία για μεταφορά βιβλίου]. Και τα τέσσερα βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ σε μετάφραση του μαιτρ του είδους Ανδρέα Αποστολίδη, ενώ τη Λευκή Τζαζ συμπληρώνει ένα άκρως κατατοπιστικό επίμετρο του μεταφραστή. Χωρίς το επίμετρο αυτό, ο αναγνώστης που δεν είναι εξοικειωμένος με τον Ελρόι μάλλον θα δυσκολευτεί να εισέλθει στο σκοτεινό και πολύπλοκο κόσμο του συγγραφέα, αφού η Λευκή Τζαζ είναι ένα βιβλίο πολυπρόσωπο, γραμμένο με το συγκοπτόμενο ρυθμό του bebop. Πράγματι, η αφήγηση εναλλάσσεται συνεχώς από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο, ενώ τα πολυάριθμα πρόσωπα και οι ιστορίες τους που μπλέκονται μεταξύ τους απαιτούν ιδιαίτερη προσπάθεια από τον ‘αμύητο’ αναγνώστη.
Η τετραλογία του Ελρόι διαδραματίζεται, όπως είπαμε, στο Λος Άντζελες, στην πόλη των Αγγέλων και των Δαιμόνων, τη δεκαετία του `50, μια εποχή που θεωρητικά ήταν πιο ήπια και με λιγότερη εγκληματικότητα. Χάρη στο επίμετρο του μεταφραστή, διεισδύουμε στον κατάμαυρο τραυματικό κόσμο του Ελρόι, ο οποίος μετά την ανεξιχνίαστη δολοφονία της μητέρας του το 1958, πέρασε την παιδική του ηλικία και την εφηβεία του μελετώντας τα αστυνομικά χρονικά του Λος Άντζελες που αφορούσαν ανεξιχνίαστες υποθέσεις δολοφονιών και εγκληματίες κατά συρροή. Ξεκαθαρίζουν λοιπόν έτσι οι εμμονές του, που είναι οι διεστραμμένοι σαδιστές δολοφόνοι και η βαθύτατη διαφθορά της εξουσίας, τόσο της αστυνομικής όσο και της πολιτικής, όπως και η ψύχωσή του με τη Μαύρη Ντάλια, μια κοπέλα που δολοφονήθηκε που θύμιζε κάπως τη μητέρα του. Για τον Ελρόι, όλα αυτά ταυτίζονται με τη διαφθορά της πολιτικής, τη λαίλαπα του Μακαρθισμού και την προσπάθεια των μεγάλων στούντιο να εξαλείψουν από το Χόλιγουντ όλους τους αριστερούς, καλλιτέχνες και μη. Όλα αυτά τα περιστατικά, που είναι λίγο ως πολύ γνωστά, στα βιβλία του Ελρόι πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα, με την πλήρη αποσάθρωση και αποδόμηση του Αμερικάνικου Ονείρου και του Happy End, όπως συμβολίζεται από την αποθέωση της οικογένειας στο αμερικάνικο σινεμά και στο μπεστ-σέλερ.
Και ενώ την πλοκή των τριών πρώτων βιβλίων της τετραλογίας δεν είναι δύσκολο να την διηγηθεί κανείς συνοπτικά, στη Λευκή Τζαζ κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατον, αφού τα πρόσωπα που μπλέκονται γύρω από τον κεντρικό ήρωα, τον Ντέιβ Κλάιν, είναι αμέτρητα. Χοντρικά, θα λέγαμε ότι ο υπαστυνόμος Κλάιν αναλαμβάνει κατ’ εντολή των ανωτέρων του να συλλάβει ένα δημοκρατικό πολιτικό στο σπίτι μιας πόρνης, για να του ανακόψει την πορεία στις τοπικές εκλογές, ενώ παράλληλα πρέπει να εξιχνιάσει μια διάρρηξη στο σπίτι της οικογένειας Καφετζιάν, που είναι οι κύριοι διακινητές ναρκωτικών στην πόλη και καρφιά της αστυνομίας. Σε όλα αυτά, εμπλέκεται ο Χάουαρντ Χιούζ, ένας ομοφυλόφιλος ηθοποιός - που ‘φωτογραφίζει’ τον Ροκ Χάντσον - ο ξεπεσμένος εβραίος μαφιόζος Μίκι Κοέν κι ένα σωρό ευυπόληπτοι και μη πολίτες και πολιτικοί. Η θεματολογία της Λευκής Τζαζ όμως προχωράει λίγο παραπάνω, διότι εδώ συναντάμε τον ήρωα, γέρο πια, να προσπαθεί να ανασυνθέσει τα γεγονότα της ζωής του, να τα καταλάβει και τα αιτιολογήσει σε κάποιο βαθμό.
Όπως γράφει ο μεταφραστής στο επίμετρο: ‘Τα τέσσερα μυθιστορήματα διαβάζονται απόλυτα δικαιολογημένα ως ενιαίο έργο....μια πορεία από το τραύμα και τη μανία στην τιμωρία και την κάθαρση, μέσω της διατήρησης της μνήμης....’

          Ο Ελρόι είναι αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους ανανεωτές του αστυνομικού ‘μαύρου’ μυθιστορήματος, που πατώντας στην παράδοση του Ρέιμοντ Τσάντλερ κυρίως, απομακρύνεται εντελώς από την ηθική των κλασικών συγγραφέων του είδους. Όπως λένε όλοι οι επαΐοντες, προσεγγίζει περισσότερο το στυλ της Πατρίσια Χάισμιθ, όπου ο αναγνώστης ταυτίζεται με τον εγκληματία κι όχι με τον εκπρόσωπο του νόμου, και αγωνιά για τη σωτηρία κι όχι για την τιμωρία του. Διαβάζοντας τις πληροφορίες για τη ζωή του Ελρόι από το επίμετρο του μεταφραστή, βλέπουμε ότι ο συγγραφέας εκτός των εμμονών του με την υπόθεση της δολοφονίας της Μαύρης Ντάλιας, μετά το θάνατο του πατέρα του βυθίζεται κι ο ίδιος για χρόνια στα ναρκωτικά, την αλητεία και την αυτοκαταστροφή, από τα οποία βγαίνει όταν η κατάσταση φτάνει στο μη περαιτέρω. Ο Ελρόι ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει κόλαση και την περιγράφει όσο πιο ζοφερά μπορεί να φανταστεί κανείς, προαναγγέλλοντας τη μανία συγγραφέων και σκηνοθετών με τους κατά συρροή δολοφόνους. Εδώ πρέπει να ομολογήσω ότι οι σαδιστικές περιγραφές των δολοφονιών και της συμπεριφοράς των αστυνομικών που υπάρχουν στα βιβλία του εμένα προσωπικά με απωθούν, όπως επίσης και η απόλυτη ταύτιση πολιτικής και διαφθοράς. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μια θέση που αφοπλίζει και απενεργοποιεί εντελώς το άτομο, αφού κάθε πολιτική δραστηριότητα είναι a priori καταδικασμένη και η παντοδυναμία του συστήματος ανεξέλεγκτη. Είναι εν ολίγοις μια στάση καθαρά απολιτική. Ταυτόχρονα, ο τρόπος που βλέπει τις γυναίκες, ως εν δυνάμει θύματα που προκαλούν τη μοίρα τους, μπορεί να δικαιολογείται ψυχολογικά από το οικογενειακό του ιστορικό, αλλά δεν παύει να διαιωνίζει τα στερεότυπα που θέλουν τις γυναίκες - και τους ομοφυλόφιλους - πηγή κάθε κακοδαιμονίας. Τέλος, αμφιβάλλω αν η υπερβολική βία των βιβλίων του καυτηριάζει το χολιγουντιανό happy-end` θα έλεγα ότι μάλλον συνεισφέρει στην ανακύκλωση και την εξοικείωση με τη βία που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Αμερική - όταν την κάθαρση της ‘πολιτικής βίας’ των ταινιών του Πέκινπα αντικαθιστά η μπαλαφάρα της βίας κατά Ταραντίνο, όταν τις νύξεις βίας στην Ψυχώ διαδέχονται οι ποταμοί αίματος του Seven,  ποιος μπορεί να μιλήσει για καταγγελία; Όλα αυτά είναι πάντως είναι σκέψεις που επ’ ουδενί έχουν να κάνουν με την αξία των βιβλίων του Ελρόι. Και τα τέσσερα βιβλία της τετραλογίας του Λος Άντζελες είναι από τα σημαντικότερα αστυνομικά μυθιστορήματα των τελευταίων δεκαετιών, και ελπίζουμε να κυκλοφορήσουν σύντομα από την ΑΓΡΑ και τα υπόλοιπα βιβλία του.