Jerry Lee Lewis

Συνομήλικος του Elvis, λευκός, κατάξανθος κι εξίσου ταλαντούχος, ο Jerry Lee Lewis αποδείχτηκε ότι ήταν φτιαγμένος από πολύ πιο σκληρή στόφα: μπορεί να μην κατάφερε να γίνει Βασιλιάς, αλλά παραμένει ο αδιαμφισβήτητος Killer. Με αυτοκαταστροφικές τάσεις ανάλογες του Elvis, μπόρεσε να ξεπεράσει αμέτρητες προσωπικές και επαγγελματικές τραγωδίες, εθισμούς και προβλήματα υγείας, και συνεχίζει να είναι the Last Man Standing της γενιάς του, όπως διακήρυξε στον τελευταίο δίσκο του (2006).
Η σύγκριση με τον Elvis δεν είναι τυχαία. Γεννημένοι και οι δύο το 1935 από πάμφτωχες οικογένειες του Νότου, λάτρεψαν με πάθος όλα τα είδη της παραδοσιακής αμερικάνικης μουσικής. Ο Jerry Lee μεγάλωσε στη Λουϊζιάνα ακούγοντας swing, gospel και country. Ινδάλματά του ήταν ο Jimmy Rodgers και ο Gene Autrey, το πιανιστικό του ύφος όμως επηρεάστηκε από τα boogie-woogie που άκουγε στα τζουκμπόξ της περιοχής. Κατά τις rock’n’roll γραφές, οι γονείς του πούλησαν 33 ντουζίνες αυγά για να συγκεντρώσουν τα χρήματα που τον έφεραν στο κατώφλι της Sun, το 1956. Ο Sam Phillips απουσίαζε, τον άκουσε όμως ο παραγωγός Jack Clement και ενθουσιασμένος από τον τρόπο που έπαιζε πιάνο, τον προσέλαβε ως session μουσικό, για να συνοδεύει τον Carl Perkins. Όταν τον γνώρισε ο Elvis, λέγεται ότι είπε: «Αν μπορούσα να παίξω έτσι πιάνο, θα παράταγα το τραγούδι».
Υπήρξε από τους θεμελιωτές του rock’n’roll (μαζί με τον Elvis, τον Chuck Berry και τον Little Richard), παρότι οι ηχογραφήσεις του για τη Sun εκτείνονται σε μια τριετία μόνο, και δημιουργός του rockabilly – ή του piano rock κατ’ άλλους. Η πρώτη του ηχογράφηση στη Sun ήταν το αργό boogie Crazy Arms, αλλά από εκεί και μετά ο Killer απογειώνεται: Whole Lotta Shakin’ Goin’ On, Great Balls of Fire, Breathless, |Lewis Boogie, High School Confidential. Η εμφάνισή του στο Steve Allen Show το 1957 έκανε την αμερικάνικη νεολαία να παραληρεί και έπεισε τους μεγαλύτερους ότι το r’n’r είναι όντως μουσική του Σατανά. Ο Jerry Lee, βέβαια, δεν είχε το συνθετικό ταλέντο του Chuck Berry ή του Little Richard, έτσι αναγκαζόταν να συμβιβάζεται ενίοτε με μέτριο υλικό. Την ίδια εποχή έκανε ένα πέρασμα και από δυο υποτιθέμενες rock’n’roll ταινίες, οι οποίες ήταν ουσιαστικά μια προσπάθεια της κινηματογραφικής βιομηχανίας να εκμεταλλευτεί το μουσικό φαινόμενο. Έτσι, τον βλέπουμε να παίζει το Great Balls of Fire στο Jamboree, ενώ στους τίτλους της αρχής του High School Confidential τραγουδάει το ομώνυμο τραγούδι, παίζοντας πιάνο, στο πίσω μέρος ενός ανοιχτού φορτηγού.
Πολλοί συγκρίνουν τις φρενήρεις ερμηνείες του με του Little Richard, η διαφορά τους όμως είναι ότι ενώ ο Jerry Lee έμοιαζε να αυτοσχεδιάζει ανεξέλεγκτος, τα τραγούδια του ήταν δομημένα αυστηρά: αναπτύσσονταν άγρια ως ένα κρεσέντο, όπου ο Jerry Lee ούρλιαζε μανιασμένα, για να καταλαγιάσουν κατόπιν με τη φωνή του να ηχεί σαν χάδι. Επιπλέον, τραγουδούσε ειρωνικά, σαν να παραδεχόταν κλείνοντας το μάτι στο κοινό ότι όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι. Το σήμα κατατεθέν του ήταν ο έξαλλος τρόπος που έπαιζε πιάνο (τον οποίο μιμήθηκαν αργότερα ο Elton John και ο Billy Joel), ενώ συνήθιζε να κλωτσάει το σκαμνάκι του και να παίζει όρθιος, χτυπώντας τα πλήκτρα με τις γροθιές του.
Βίαιος και ανυπότακτος, είδε την καριέρα του να καταστρέφεται στη διάρκεια της βρετανικής περιοδείας του το 1958, όταν διέρρευσε στον τύπο ότι η τρίτη σύζυγός του ήταν μόλις 13 ετών και δεύτερη ξαδέλφη του. Ο πουριτανισμός της εποχής δεν σήκωνε τέτοια «σκάνδαλα», οι συναυλίες του ακυρώθηκαν, τα ΜΜΕ τον έβαλαν στη μαύρη λίστα, και οι πάντες τον εγκατέλειψαν (πλην του Alan Freed). Και ενώ όλοι στοιχημάτιζαν ότι θα ήταν ο πρώτος από τους πρωτοπόρους του r’n’r που θα πέθαινε στην αφάνεια και από τις καταχρήσεις, ο Jerry Lee ανέκαμψε εντυπωσιακά. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο παραγωγός Jerry Kennedy τον έπεισε να επαναλάβει το επιτυχημένο πείραμα του «Country Songs for City Folks», δηλαδή να τραγουδήσει country, ξεκινώντας έτσι δεύτερη καριέρα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Παρά τις αλλεπάλληλες προσωπικές τραγωδίες και τον εθισμό του στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, συνεχίζει ως σήμερα τις περιοδείες και τις ηχογραφήσεις (λαμπρό δείγμα το Class of ’55 με τους Cash, Orbison και Perkins). Το 1989, ο Jim McBride έκανε τη ζωή του ταινία με τίτλο Great Balls of Fire, και τον Dennis Quaid στο ρόλο του Killer.