<p>Ο αιδεσιμότατος Richard Wayne Penniman, κατά κόσμον Little Richard, από τους τελευταίους επιζώντες των πρωτοπόρων του rock’n’roll, επηρέασε τους πάντες: από τον James Brown, που τον θεωρούσε πατέρα του funk, ως τον Bob Dylan που ονειρευόταν να παίξει στη μπάντα του, κι από τους Beatles οι οποίοι του έκλεψαν το «ουουουου», ως τον Jimi Hendrix που ήθελε να κάνει με την κιθάρα του ό,τι έκανε εκείνος στο πιάνο. <br />
Γεννημένος το 1932, στη Τζώρτζια, από μικρός παρέπαιε ανάμεσα στον Θεό και τον Σατανά. Συνειδητά ομοφυλόφιλος από παιδί, τραγουδούσε τα gospel στην εκκλησία μαζί με την οικογένειά του. Πριν κλείσει τα 20, συμμετείχε σ’ ένα διαγωνισμό τραγουδιού με το ψευδώνυμο Little Richard, όπου κέρδισε ένα συμβόλαιο με την RCA. Ωστόσο, αυτός που συνειδητοποίησε το ταλέντο του ήταν ο ιδιοκτήτης της Specialty, Art Rupe. Το 1955, αγόρασε το συμβόλαιό του και τον έβαλε να ηχογραφήσει τα τραγούδια που απογείωσαν τη σταδιοδρομία του, με παραγωγό τον Robert «Bumps» Blackwell: Tutti-Frutti, Long Tall Sally, Lucille, Good Molly Miss Molly, Slippin’ and Slidin’. Η ειρωνεία είναι ότι τα περισσότερα απ’ αυτά έγιναν μεγαλύτερες επιτυχίες τραγουδισμένα από τον Pat Boone! </p>
Ο Little Richard, με την ιδιαίτερα εκκεντρική σκηνική παρουσία (φαρδιά παντελόνια, μάσκαρα, μαλλιά πομπαντούρ), τραγουδούσε μ’ ένα άγριο φαλτσέτο, χτυπώντας συγχρόνως το πιάνο του και κουνώντας το σώμα του αισθησιακά με τη συνοδεία μιας horn section από σαξόφωνα. Η ιδιαίτερη προσφορά του στην εξέλιξη της μουσικής ήταν ότι εισήγαγε το πάθος των gospel στο R’n’B της Νέας Ορλεάνης. Και όλα αυτά μέσα σε μια διετία μόνο, αφού το 1957 τα παράτησε όλα για να γίνει πάστορας των Αντβεντιστών της Έβδομης Μέρας. Έκτοτε, πηγαινοέρχεται διαρκώς ανάμεσα στους δυο κόσμους: άλλοτε ξεκινάει ηχογραφήσεις και περιοδείες, γράφει την αυτοβιογραφία του και παίζει στο σινεμά, για να αφοσιωθεί μετά από λίγο πάλι στον Κύριο.