Ο Μαύρος Μάιος του Βρετανικού Ποδοσφαίρου

Ο Μάιος του 1985 θα μείνει αξέχαστος στους φιλάθλους όλου του κόσμου, και ειδικότερα στους Βρετανούς οπαδούς του ποδοσφαίρου. Στις 12 Μαΐου 1985, μια ξύλινη εξέδρα του Δημοτικού Σταδίου του Μπράντφορντ έπιασε φωτιά κατά τη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Στην αρχή κανένας δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, σύντομα όμως η φωτιά επεκτάθηκε, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 52 άνθρωποι, ανάμεσά τους ηλικιωμένοι και παιδιά, ενώ άλλοι 211 τραυματίστηκαν στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν. Από τις έρευνες της αστυνομίας αποκαλύφθηκε ότι οι θύρες του σταδίου ήταν κλειδωμένες, ενώ κάτω από την εξέδρα είχαν συσσωρευτεί ξύλα και σκουπίδια εύφλεκτα. Το στάδιο είχε χτιστεί το 1902, και ήταν ένα από τα παλαιότερα της Βρετανίας.
Στις 29 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, είχε οριστεί να γίνει στις Βρυξέλες ο τελικός ποδοσφαίρου του Κυπέλλου Ευρώπης μεταξύ των ομάδων της Λίβερπουλ και της Γιουβέντους του Τουρίνου. Το γήπεδο Χέιζελ όμως εξελίχθηκε σε πεδίο μάχης όταν οι Βρετανοί χούλιγκαν, που είχαν ακολουθήσει την ομάδα τους στο Βέλγιο, άναψαν φωτιές κι άρχισαν να απειλούν τους οπαδούς της Γιουβέντους, οι οποίοι ήταν στην πλειοψηφία τους Ιταλοί μετανάστες στο Βέλγιο και λίγοι φίλαθλοι της Γιουβέντους. Το λάθος ήταν ότι οι οπαδοί των αντιπάλων ομάδων είχαν τοποθετηθεί σε γειτονικές κερκίδες, ενώ η παρουσία της βελγικής αστυνομίας ήταν ελάχιστη. Ξεκίνησε άγριος πετροπόλεμος και στη συνέχεια οι Βρετανοί άρχισαν να χτυπούν τους Ιταλούς με λοστούς και μαχαίρια. Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν οι θεατές που δέχτηκαν την επίθεση, στριμώχτηκαν πάνω στα κιγκλιδώματα με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ένας τοίχος. 34 άνθρωποι καταπατήθηκαν και πέθαναν από ασφυξία, ενώ άλλοι 454 τραυματίστηκαν. Ο αγώνας έγινε παρόλα αυτά, με καθυστέρηση δύο ωρών (κέρδισε μάλιστα η Γιουβέντους με 1-0), διότι οι αρχές φοβήθηκαν ότι η τυχόν αναβολή του θα οδηγούσε σε καινούργια επεισόδια και ταραχές.
Όπως γράφει ο Νικ Χόρνμπι στον ‘Πυρετό της Μπάλας’ (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), η πορεία του βρετανικού ποδοσφαίρου από την αρχή εκείνης της χρονιάς τραβούσε προς μια τέτοια εξέλιξη. Πρώτα, είχε προηγηθεί η εξέγερση των οπαδών της Μίλγουολ στο Λούτον, όπου οι χούλιγκαν κατατρόπωσαν την αστυνομία και τα επεισόδια ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Λίγο αργότερα, οι οπαδοί της Τσέλσι εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο κατά τη διάρκεια ενός αγώνα με την Σάντερλαντ και επιτέθηκαν στους παίκτες. Ένα βήμα αρκούσε για να φτάσουν στο Χέιζελ.
Το Χέιζελ τελικά δεν ήταν παρά η μοιραία κατάληξη της έξαρσης του χουλιγκανισμού και της βίας που επικρατούσε στα βρετανικά γήπεδα από τις αρχές της δεκαετίας του `70. Η εξαγωγή του χουλιγκανισμού είχε ξεκινήσει εκείνη την εποχή και πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις τη δεκαετία του `80, όταν οι οργανωμένοι σύλλογοι των αγγλικών ομάδων, αλλά και της Εθνικής, άρχισαν να διοργανώνουν ταξίδια για τους οπαδούς τους στις γειτονικές χώρες, όταν διεξάγονταν σημαντικοί αγώνες. Οι Βρετανοί χούλιγκαν έπιναν συνήθως αδιάκοπα από το προηγούμενο βράδυ, και την ημέρα του αγώνα ήταν πια εντελώς ανεξέλεγκτοι. Είχαν μάλιστα αποκτήσει τη συνήθεια να σπάνε οργανωμένα διάφορα καταστήματα, κυρίως ρούχων και κοσμηματοπωλεία συνδυάζοντας το τερπνό μετά του ωφελίμου, και στη συνέχεια να πηγαίνουν στο γήπεδο εξαγριωμένοι για να συνεχίσουν τον κύκλο της βίας.
Η UEFA καταδίκασε την Αγγλία με οριστική αποβολή και από τις τρεις διοργανώσεις της, πράγμα που υποχρέωσε την πολιτεία και τους συλλόγους να λάβουν πιο ουσιαστικά μέτρα. Το 1989, μετά από άλλο ένα πολύνεκρο δυστύχημα που έγινε στο γήπεδο του Χίλσμπορο, ξεκίνησε μια έρευνα για την κατάσταση των γηπέδων και την αντιμετώπιση του χουλιγκανισμού, που έγινε γνωστή ως Έκθεση Τέηλορ, από το όνομα του Λόρδου που ήταν επικεφαλής. Μια πενταετία αργότερα, η UEFA επέτρεψε πάλι τη συμμετοχή των αγγλικών ομάδων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, ενώ με μια σειρά μέτρων, όπως τον απόλυτο διαχωρισμό των οπαδών των αντιπάλων ομάδων και την εγκατάσταση κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης με κάμερες περιορίστηκαν αρκετά τα επεισόδια μέσα στα γήπεδα.
Η Μέρα που Ντρόπιασε το Ποδόσφαιρο, όπως έχει συνηθιστεί να αποκαλείται η 29η Μαΐου του 1985, φάνηκε να είναι παρελθόν στις αρχές της δεκαετίας του `90. Κάτι με την αστυνόμευση, κάτι με την υπέρμετρη αύξηση της τιμής των εισιτηρίων, ο σκληρός πυρήνας των χούλιγκαν άρχισε να διασπάται, και όπως ομολογούσαν - με αρκετό κυνισμό, θα πρέπει να παρατηρήσουμε - κάποιοι υψηλά ιστάμενοι, ‘οι περισσότεροι έπεσαν με τα μούτρα στο έκστασι και στα άλλα ναρκωτικά’. Το 1999 όμως τα αλλεπάλληλα περιστατικά βίας με πρωταγωνιστές άγγλους χούλιγκαν δείχνουν μια νέα έξαρση του φαινομένου. Έτσι μέσα σε μια χρονιά, το 1999, αναβλήθηκε ο αγώνας της Εθνικής Αγγλίας με την Εθνική Ιρλανδίας στο Δουβλίνο λόγω των βίαιων επεισοδίων που είχαν ξεκινήσει οι Άγγλοι, στην Ιταλία μαχαιρώθηκε και δολοφονήθηκε ένας οπαδός της Μίλαν, στο Παρίσι πυροβολήθηκε  θανάσιμα ένας νεαρός Γάλλος, οι οπαδοί της Τσέλσι προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στη Μπριζ, στο Βέλγιο, και στη Σαραγόσα στην Ισπανία, ενώ τα επεισόδια μεταξύ των οπαδών της Μάντσεστερ και της Κρύσταλ Πάλας είχαν ως αποτέλεσμα ένα νεκρό. Ο Πωλ Γουίλιαμς, ένας επιστήμονας ειδικός στο θέμα της βίας στα γήπεδα παρατηρεί ότι οι Βρετανοί όταν βρίσκονται στην Ευρώπη λειτουργούν σαν σώμα μισθοφόρων. Γι’ αυτούς η εθνική ομάδα αποτελεί μια μεταφορά του έθνους, ένα σύμβολο της χαμένης αίγλης της Βρετανικής αυτοκρατορίας που πασχίζουν να αναστήσουν. Επειδή όμως βίαια επεισόδια συμβαίνουν συχνά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, κυρίως στην Ολλανδία, τη Γερμανία και την Ιταλία, πολλοί τα συνδυάζουν συχνά και με τις εθνικιστικές και ρατσιστικές ομάδες που - δυστυχώς για όλους μας - έχουν αρχίσει να σηκώνουν κεφάλι στις αρχές του 21ου αιώνα.