On Tour

Gardner Dozois, Jack Dann, Michael Swanwick

Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου 

ΤΟ ΤΕΤΡΑΘΕΣΙΟ ΜΠΙΤΣΓΟΥΝΤ ΜΠΟΝΑΝΤΣΑ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΚΡΙΖΟ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑI προσγειώθηκε στον σκυθρωπό χειμωνιάτικο διάδρομο προσγειώσεως του αεροδρομίου Φάργκο. Τα λάστιχα ακούμπησαν στον διάδρομο, στρίγκλισαν και το μονοκινητήριο αεροπλάνο τροχιοδρόμησε και σταμάτησε. Ηταν επτά το πρωί, 3 Φεβρουαρίου 1959.

Ο Μπάντι Χόλι πέρασε σκυφτά κάτω από το φτερό και πήδηξε στο έδαφος. Η πτήση ήταν μεγάλη και εξαντλητική. Τον πονούσαν τα κόκαλά του, τα μάτια του πίσω από τα μεγάλα γυαλιά με τον πλαστικό σκελετό τον έτσουζαν και ένιωθε κούραση και μια παράξενη κατάθλιψη. Με τη μικρή του βαλιτσούλα στο ένα χέρι, τη σακούλα με τα άπλυτα του στο άλλο, στάθηκε για ένα λεπτό δίπλα στον Ρίτσι Βάλενς ψάχνοντας τον άνθρωπο τους. Η ανάσα τους έβγαινε άσπρη από τα ρουθούνια τους. Δίπλα στον διάδρομο προσγειώσεως, μέσα από το παλιό στρώμα χιονιού ξεφύτρωνε λίγο καφετί γρασίδι. Ενα σκυλί γάβγιζε μονότονα κάπου μακριά.

Πίσω από τον φράχτη που προστάτευε το αεροδρόμιο από τους τυφώνες εμφανίστηκε ένας γεροδεμένος άνδρας, που τους χαιρέτησε κουνώντας τους τα χέρια του ψηλά. Ο Βάλενς τον χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού, ενώ ο Χόλι κούνησε τα μπαγκάζια του σαν χαιρετισμό. Πίσω τους, ο Τζέι Πι Ρίτσαρσον μούγκρισε αποδοκιμαστικά πηδώντας από το αεροπλάνο. Περπάτησαν πάνω στην άσφαλτο προς το μέρος του άνδρα, τσαλαπατώντας με τα πόδια τους τα μπαλώματα του βρόμικου πάγου.

"Είμαι ο Τζακ Μπλέμινγκς”, είπε με βραχνή φωνή ο άνδρας που ερχόταν να τους προϋπαντήσει. "Είμαι διευθυντής  της αίθουσας χορού και του ξενοδοχείου του Μούρχεντ". Λεπτό μουστάκι, στενά χείλια, μάγουλα σκαμμένα - ο Χόλι είχε ξαναδεί αυτή τη φάτσα χιλιάδες φορές. Στο στόμα του είχε το αναπόφευκτο πούρο, όπως αναπόφευκτο ήταν και το σπορ καρό καπέλο που φορούσε. Ο Μπλέμινγκς έτεινε το χέρι του και ο Χόλι άλλαξε χέρι αμήχανα στις αποσκευές του προσπαθώντας να ελευθερώσει το δικό του. "Χαίρομαι πραγματικά που σε γνωρίζω, Μπάντι", είπε ο Μπλέμινγκς. Το χέρι του ήταν υγρό και μαλακό, χωρίς κόκαλα. "Χαίρομαι ειλικρινά που γνωρίζω έναν πραγματικό καλλιτέχνη". Τους έκανε νόημα να μπουν σε μια ολοκαίνουρια Κάντιλακ του '59. Τα ελατήριά της βούλιαξαν όταν ο Ρίτσαρσον σοριάστηκε προσεκτικά στο πίσω κάθισμά της. Ενώ έβαζε μπρος τη μηχανή, ο Μπλέμινγκς έγειρε πάνω από το κάθισμα για να χαιρετήσει και τους υπόλοιπους. Ο Ρίτσαρσον, που φυσούσε τη μύτη του, άλλαξε βιαστικά χέρι στο μεταξωτό μαντίλι του για να μπορέσει να του ανταποδώσει τη χειραψία. Το χαμόγελο του τύπου "χάρηκα-πολύ-για-τη-γνωριμία" κράτησε όσο η χειραψία, μετά το πρόσωπο του έχασε κάθε ζωντάνια και γέμισε με ρυτίδες βαθύτατης κούρασης. Η Κάντιλακ πετάχτηκε μπροστά με ένα εντυπωσιακό στριγκλισμα των τροχών. Μόλις πέρασαν το Κόκκινο Ποτάμι, που κυλούσε μολυβένιο αχνίζοντας από την πρωινή ομίχλη, βγήκαν από τη Νότια Ντακότα και μπήκαν στο Μούρχεντ της Μινεσότα. Οι δρόμοι του Μούρχεντ ήταν άδειοι - ούτε σκουπιδιάρικο δεν υπήρχε έξω. "Κοιμισμένο χωριουδάκι", σχολίασε

ο Βάλενς. Κανένας δεν απάντησε. Παρκάρισαν έξω από ένα ασήμαντο εξαώροφο τούβλινο ξενοδοχείο στην καρδιά της πόλης.

Ο προθάλαμος του ξενοδοχείου ήταν σκοτεινός σαν σπηλιά και η μοναδική παρουσία ήταν μερικά κουρασμένα καουτσουκόδεντρα σε γλάστρες. Πηγαίνοντας προς τον σκοτεινό πάγκο της ρεσεψιόν στο βάθος πέρασαν μπροστά από κάμποσες στραπατσαρισμένες πολυθρόνες και βουλιαγμένους καναπέδες, ενώ τα πόδια τους σήκωναν τούφες σκόνης από το ξεβαμμένο γκρίζο χαλί. Τα φτερά ενός ακίνητου ανεμιστήρα οροφής έριχναν λεπτές σκιές σε όλο το δωμάτιο και τα πάντα ε ίχαν μια μυρωδιά από παλιές γόπες πούρων, ψόφιες μύγες και μπαγιάτικη λιακάδα.

Η ρεσεψιόν ήταν έρημη σαν τον προθάλαμο. Ο Μπλέμινγκς χτύπησε το κουδούνι θυμωμένα έως ότου εμφανίστηκε ένας φαλακρός βαριεστημένος άνδρας από το βάθος. Οι κινήσεις του ήταν αργές, σαν να περπατούσε μέσα σε κάτι πηχτό. Καθώς ο ρεσεψιονίστ τούς μοίρασε τα κλειδιά των δωματίων με κινήσεις υπνοβάτη, ο Μπλέμινγκς έβγαλε το πούρο από το στόμα του και είπε: "Μίλησα με τον μάνατζερ της περιοδείας σας, παιδιά, θα πρέπει να ήταν μόλις φύγατε από το Σερφ Μπόλρουμ. Χρειαζόμουν τη συγκατάθεσή του για δύο συμμετοχές που πρόσθεσα στη συναυλία". Σταμάτησε. "Δεν έχετε αντίρρηση, ελπίζω". Ο Χόλι σήκωσε τους ώμους του. "Δική σου είναι η συναυλία", είπε.

Ο ΧΟΛΙ ΕΒΓΑΛΕ ΤΟ ΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΗΣΕ ΝΑ ΠΕΣΕΙ βαριά στο πάτωμα. Η πλάτη του πονούσε και το κοστούμι του μετά από τόσες ώρες αγρύπνιας στη διάρκεια της πτήσης είχε τσαλακωθεί και μύριζε ιδρώτα. Μια τελευταία αγγαρεία και μπορούσε να κοιμηθεί. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου από το κομοδίνο του και πήρε το νούμερο της ρεσεψιόν του ξενοδοχείου για να ζητήσει εξωτερική γραμμή. Ήθελε να τηλεφωνήσει στη γυναίκα του τη Μαρία, στη Νέα Υόρκη, και να της πει ότι είχε φθάσει σώος.

Το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Κάποιο; είχε κλείσει μάλλον το τηλεφωνικό κέντρο. Αναστέναξε και έσκυψε να πιάσει πάλι το παπούτσι του.

ΟΤΑΝ Ο ΧΟΛΙ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑ, ΣΤΟΝ ΠΡΟΘΑΛΑΜΟ στέκονταν καμιά δεκαριά άνδρες, γεροδεμένοι τύποι, η άψητους έδειχνε ότι ήταν Νότιοι. Δύο από αυτούς στέκονταν στον πάγκο της ρεσεψιόν και ζητούσαν κάτι από τον υπάλληλο, που απαντούσε ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του και κοιτώντας ψηλά.

Περιμένοντας τη σειρά του να εξυπηρετηθεί ο Χόλι ακούμπησε στον πάγκο και κοίταξε γύρω. Ξαφνικά πάγωσε, δεν πίστευε στα μάτια του. Ηταν εντελώς παράλογο, ήταν απίθανο και όμως σε απόσταση μικρότερη των πέντε μέτρων, πάνω στο γκρίζο χαλί. στεκόταν ο Ελβις Πρίσλεϊ αυτοπροσώπως. Για μια στιγμή ο Χόλι τα έχασε. Μετά. με μια δεύτερη ματιά κατάλαβε την αλήθεια. Την περασμένη χρονιά είχαν πάρε ι τον Ελβις Πρίσλεϊ στον στρατό και οι θαυμαστές του, που τον στερήθηκαν, δημιούργησαν μια ολόκληρη αγορά για τους μιμητές του. Μια λεγεώνα σωσίες του Ελβις συνωστιζόταν κάτω από τους προβολείς των αιθουσών συναυλιών ολόκληρης της χώρας, που τους φιλοξενούσαν προσπαθώντας μάταια να καλύψουν το κενό που είχε αφήσει πίσω του ο Βασιλιάς του Ροκ εν Ρολ.

Ο άνδρας αυτό: πάντως ξεχώριζε πραγματικά. Με μια πρώτη ματιά ήταν ο Ελβις. Μετά όμως έβλεπες ότι ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος και είκοσι κιλά βαρύτερος. Είχε βαθιές ρυτίδες κάτω από τα μάτια, μια κουρασμένη και έκλυτη έκφραση. Οι ταλαιπωρίες τής περιοδείας είχαν χαλάσει το τσουλούφι του και τα μαλλιά του έπεφταν αχτένιστα στο μέτωπο του και σγούραιναν στα αφτιά του. Φορούσε πουκάμισο στολισμένο με πούλιες, τσαλακωμένο και ιδρωμένο τώρα πια, και δερμάτινο σακάκι.

Ο Χόλι πήγε προς το μέρος του για να συστηθεί. "Γεια σου", είπε, "φαντάζομαι ότι παίζεις στην αποψινή συναυλία".

Ο άνδρας αγνόησε το απλωμένο χέρι. Τα σκούρα, βασανισμένα μάτια του καρφώθηκαν στα μάτια του Χόλι. ''Δεν ξέρω τι παιχνίδι παίζεις, μικρέ", είπε μιλώντας με τη συρτή προφορά του Τενεσί. "Αλλά κουβαλάω ένα γεμάτο όπλο και ξέρω να το χρησιμοποιώ". Έχωσε το χέρι του στο σακάκι του και όταν το έβγαλε κρατούσε ένα κακομούτσουνο τριανταοχτάρι.

Άθελά του ο Χόλι ένιωσε να του κόβεται η αναπνοή. Σήκωσε σιγά σιγά τα χέρια του. "Καλά, καλά", είπε. "Προσπαθούσα απλώς να φανώ ευγενικός". Τα μάτια του άνδρα τον παρακολούθησαν καχύποπτα να υποχωρεί και δεν έβαλε το όπλο στη θήκη του παρά μόνο όταν ο Χόλι επέστρεψε στον πάγκο της ρεσεψιόν. Ο ρεσεψιονίστ τώρα ήταν ελεύθερος. Ο Χόλι ακούμπησε τρία χαρτονομίσματα στον πάγκο και του είπε: "Ψιλά. παρακαλώ". Με την άκρη του ματιού του είδε τον σωσία τού Έλβις να πηγαίνει προς τον ανελκυστήρα περιτριγυρισμένος από την ακολουθία του. Έδειχναν όλο φροντίδα, σε σημείο δουλοπρέπειας. Κάποιος τον χτυπούσε καθησυχαστικά στην πλάτη, καθώς εκείνος τούς αφηγιόταν τρέμοντας πως γλίτωσε από θαύμα. Βρε τον κακομοίρη τον γέρο, σκέφτηκε με οίκτο ο Χόλι. Ο τύπος κατέρρεε από την πίεση της περιοδείας. Τυχερός θα είναι αν την βγάλει πέρα μέχρι τέλους.

Στον ξύλινο τηλεφωνικό θάλαμο στην άκρη του σαλονιού ο Χόλι ακούμπησε προσεκτικά τα ψιλά του στο ραφάκι κάτω από τη συσκευή του τηλεφώνου. Σχημάτισε τον αριθμό κλήσης των υπεραστικών.

Από το ακουστικό έβγαινε ένα βουητό και μεταλλικοί κρότοι. Στη συνέχεια γέμισε εκνευριστικούς, όλο παράσιτα θορύβους και οι μεταλλικοί κρότοι έγιναν γρηγορότεροι και δυνατότεροι. Ο Χόλι τράνταξε το ακουστικό και το βρόντηξε με θυμό στη συσκευή.

Στον προθάλαμο κυκλοφορούσε άλλο ένα κύμα μουσικών και τεχνικών. Βγήκε από τον τηλεφωνικό θάλαμο κοιτάζοντας θλιμμένα το τηλέφωνο και συγκρούστηκε με μια μικροκαμωμένη γυναίκα που φορούσε μια μακριά γούνα μινκ. "Ουπς". είπε αυτή και μετά του έσφιξε το χέρι για να του δείξει ότι δεν έγινε τίποτα. Στο πρόσωπο της, εκφραστικό πρόσωπο αγοροκόριτσου, φάνηκε ένα πλατύ χαμόγελο.

"Ε, φίλε", είπε χαρούμενα. "Πεθαίνω με το παπιγιόν σου. Και τα γυαλιά αυτά! Χριστέ μου, είσαι ίδιος ο Μπάντι Χόλι!".

"Το ξέρω", της είπε ειρωνικά. Αυτή όμως είχε φύγει. Ο Χόλι προχώρησε κουρασμένα προς τους ανελκυστήρες. Τότε το μάτι του έπιασε κάτι και γύρισε απροκάλυπτα για να κοιτάξει καλύτερα. Ανδρας ήταν αυτός που της μιλούσε; Θεέ μου, το μαλλιά του έφταναν στους ώμους του!

Προσπαθώντας να μην πολυκοιτάζει αυτό το απίστευτο θέαμα προχώρησε προ; τον ανελκυστήρα. Επέστρεψε στο δωμάτιο του για να πάρει τον σάκο με τα άπλυτά του προτού βγει πάλι έξω. Επρεπε να βγει από το ξενοδοχείο για να βρει τηλέφωνο που να δουλεύει οπωσδήποτε. Μπορούσε λοιπόν να πολεμήσει λίγο και την κούρασή του, να ψάξει για πλυντήριο και να βάλει την μπουγάδα του. Το σαλόνι ήταν άδειο όταν ξαναπέρασε από εκεί. Δεν βρήκε ούτε τον υπάλληλο της ρεσεψιόν για να τον ρωτήσει πού ήταν το κοντινότερο πλυντήριο. Γκρινιάζοντας μέσα από τα δόντια του ο Χόλι βγήκε με κουρασμένο βήμα από το ξενοδοχείο.

Εξω ο ήλιος έλαμπε σε έναν σκληρό, καταγάλανο ουρανό, χωρίς καμιά ζεστασιά όμως. Δεν κυκλοφορούσαν ακόμη καθόλου αυτοκίνητα, στον δρόμο δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος και ο Χόλι περπάτησε μέσα στην πρωινή σιγαλιά, που την έσπαγε μόνο το τρίξιμο των αθλητικών παπουτσιών του, δίπλα από κλειστά μαγαζιά και πέτρινα καφετιά σπίτια με κατεβασμένα πατζούρια. Βρήκε ένα πλυντήριο ανοιχτό μερικά τετράγωνα πιο κάτω, χωρίς ψυχή επίσης, ούτε καν τον αναπόφευκτο ηλικιωμένο μαύρο επιστάτη. Οι σειρές των αχρησιμοποίητων πλυντηρίων γυάλιζαν μελαγχολικά στο αμυδρό φως που έριχνε ο λερωμένος από τις μύγες λαμπτήρας. Σηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα στοίβαξε τα ρούχα του σε ένα πλυντήριο. Το μηχάνημα που έκανε ψιλά δεν δούλευε - φυσικά -, αλλά έχοντας μάθει πώς να τα βγάζει πέρα με κάτι τέτοια πράγματα στις περιοδείες είχε φέρει μαζί του ένα μαντίλι γεμάτο ψιλά. Εβαλε το μηχάνημα μπροστά και μετά βγήκε έξω να ψάξει για τηλέφωνο.

Οι δρόμοι ήταν ακόμα άδειοι και μετά από μερικά τετράγωνα άρχισαν να του δίνουν στα νεύρα. Είχε ξαναβρεθεί σε χωριουδάκια και άλλες φορές - σε τέτοιο είχε μεγαλώσει άλλωστε -, αλλά αυτή ήταν η πιο κοιμισμένη, η πιο ψόφια πόλη που είχε δει ποτέ. Δεν κυκλοφορούσε ακόμα κανένα αυτοκίνητο, αν και υπήρχαν αρκετά παρκαρισμένα, και δεν είχε συναντήσει άλλο άτομο από τότε που βγήκε από το ξενοδοχείο. Ούτε καν περιστέρια δεν υπήρχαν, για όνομα του Θεού! Στη γωνία βρισκόταν ένα φτηνό πολυκατάστημα με ανοιχτές πόρτες. Ο Χόλι έχωσε μέσα το κεφάλι του. Τα φώτα ήταν αναμμένα, δεν υπήρχαν όμως πελάτες, κανένας αργόσχολος, ούτε πωλήτρια πίσω από τους πάγκους. Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι στα μικρά μέρη δεν είναι τόσο καχύποπτοι σαν τους κατοίκους των μεγαλύτερων πόλεων, εδώ όμως υπήρχε μια επιχείρηση με αφύλαχτα εμπορεύματα που οποιοσδήποτε μπορούσε να μπει μέσα και να κλέψει. Στο άδειο μαγαζί υπήρχε μια ατμόσφαιρα μελαγχολική και πνιγηρή και ο αέρας ήταν γεμάτος σκόνη. Ο Χόλι απομακρύνθηκε από το κατώφλι, μη θέλοντας να ερευνήσει στα βάθη του καταστήματος για το προσωπικό που κάπου έπρεπε να ήταν. Ενας ελαφρός άνεμος είχε σηκωθεί, που τίναζε χώμα στο πρόσωπο του και ανέμιζε μερικά παλιόχαρτα στον άδειο δρόμο.

Βρήκε έναν τηλεφωνικό θάλαμο στην επόμενη γωνία και ψάρεψε ένα κέρμα από το μαντίλι του που ο αέρας ανέμιζε τις άκρες του. Το τηλέφωνο βούιζε και έβγαζε πάλι μεταλλικούς θορύβους - τη φορά αυτή ακουγόταν το αμυδρό τσιριχτό μοιρολόι του ανέμου στις γραμμές, ένας απόκοσμος μελαγχολικός ήχος που του έφερνε πάντοτε στον νου μοναχικά φαντάσματα περιπλανώμενα στο σκοτάδι. Το επόμενο τηλέφωνο ήταν και αυτό νεκρό, το ίδιο και το μεθεπόμενο. Ανήσυχος μάζεψε την μπουγάδα του και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο.

Ο ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΤΗΣ ΡΕΣΕΨΙΟΝ ΣΤΕΚΟΤΑΝ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΠΛΑΤΑ ανοιχτά σε μια χειρονομία ανήμπορης και ανεύθυνης παραίτησης, ο χοντρός Νότιος όμως με το κεντητό πουκάμισο έσκυψε μπροστά και χτυπιόντας τον στο στήθος με το δάχτυλο τού είπε συρτά: "Ξέρεις ποιος είμαι, παιδί μου;". "Μα, τι λέτε, φυσικά και ξέρω, κύριε Πρίσλεϊ", είπε νευρικά ο υπάλληλος. "Μά'στα κύριε, φυσικά και ξέρω, κύριε".

"Λες ότι ξέρεις ποιος είμαι, παιδί μου", είπε ο Ελβις με μειλίχια φωνή που σιγά σιγά δυνάμωνε." Αφού ξέρεις ποιος είμαι, τότε καταλαβαίνεις γιατί δεν γίνεται να μείνω σε αυτό το αναθεματισμένο, σαραβαλιασμένο ξενοδοχείο! Ετσι δεν είναι; Θα έδινες στη μητέρα σου τέτοιο δωμάτιο - ξέρεις, πανάθεμά σε, πολύ καλά ότι δεν θα έκανες τέτοιο πράγμα. Ηθελα να ήξερα τι σας περνάει από το μυαλό όλων εσάς; Είμαι ο Ελβις Πρίσλεϊ και μου δίνετε τέτοιο δωμάτιο!". Ο Ελβις μούγκριζε τώρα, το πρόσωπο του είχε κοκκινήσει τόπους τόπους, ενώ τα χαρακτηριστικά του πήραν τον κακόκεφο, σαρκαστικό μορφασμό που είχε γοητεύσει εκατομμύρια ανθρώπους. Τα μάτια του ήταν σκληρά και αστραφτερά σαν γυαλί. Καθώς ο τρομοκρατημένος υπάλληλος οπισθοχώρησε με τα χέρια σηκωμένα σε μια κίνηση τρόμου και ικεσίας, ο Ελβις ξαφνικά άρχισε να αλλάξει. Κοίταξε τον υπάλληλο θλιμμένα, σαν να τον λυπόταν, και του είπε: "Παιδί μου, ξέρεις ποιος είμαι;".

"Ναι, κύριε", ψιθύρισε ο υπάλληλος.

"Τότε δεν καταλαβαίνεις;", ρώτησε ο Ελβις.

"Να καταλάβω τι, κύριε;". "Οτι είμαι ο εκλεκτός! Μήπως είσαι άθεος, ένας καταραμένος άθεος;". Ο Ελβις χτύπησε το χέρι του πάνω στον πάγκο και φώναξε απότομα: "Εγώ είμαι το αστέρι, μου έχει δοθεί αυτό, και εσύ δεν μπορείς να με μολύνεις, άθεε μπάσταρδε! Πουτάνας γιε!". Αυτή η βρισιά ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να πει σε κάποιον και δεν την χρησιμοποιούσε ποτέ, σχεδόν ποτέ, διότι η μητέρα του, ο Θεός να την αναπαύει, ήταν αγία. Εκείνη είχε πιστέψει σε αυτόν, του είχε πει ότι ο Θεός τον είχε επιλέξει, ότι όσο τραγουδούσε και είχε πίστη ο Θεός θα τον φρόντιζε. Με τέτοιο τρόπο όμως; Είναι τρόπος φροντίδας από μεριάς Του;

"Εγώ είμαι το αστέρι και θα μπορούσα να αγοράσω το ξενοδοχείο με τα ψιλά που έχω στην τσέπη μου! Να το αγοράσω, το ακούς αυτό;". Ενώ μιλούσε ακόμα, ένιωσε ξαφνικά για πρώτη φορά πραγματικά έντονα την ασυναρτησία της όλης κατάστασης. Ηταν σαν να καθάρισε αίφνης το μυαλό του μετά τη θολούρα, σαν να είχαν ανοίξει τα μάτια του. Ο Ελβις σταμάτησε τις φωνές και έφυγε παραπατώντας από τον πάγκο, φοβισμένος, σαν να τον κατέκλυσαν κύματα φόβων και υποψίας. Τι έκανε αυτός εδώ; Γαμώτο, ήταν ο Βασιλιάς! Είχε κάνει την επιστροφή του στη σκηνή και είχε παίξει για τεράστια πλήθη στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών της χώρας. Και τώρα δεν μπορούσε να θυμηθεί καν πώς βρέθηκε εδώ - βρισκόταν στην Γκρέισλαντ, μετά τα πάντα σκοτείνιασαν και μπερδεύτηκαν. Το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν να κατεβαίνει από το λεωφορείο μπροστά στο ξενοδοχείο αυτό, μαζί με τους τεχνικούς και το υπόλοιπο συγκρότημα. Εστω ότι είχε συμφωνήσει να παίξει σε αυτό το παρακατιανό χωριό, θα πρέπει να ήταν για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Αυτό ήταν, το έκανε μάλλον για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τότε όμως πού ήταν οι δημοσιογράφοι, τα τηλεοπτικά συνεργεία; Ο ερχομός του εδώ ήταν σίγουρα το πιο σημαντικό σκατόπραγμα που συνέβη ποτέ στο Μούρχεντ της Μινεσότα. Γιατί δεν υπήρχαν πλήθη και ουρλιαχτά και αστυνομία να συγκρατεί τον κόσμο; "Τι διάβολο συμβαίνει εδώ;", φώναξε ο Ελβις. Αρπαξε το περίστροφο του και έκανε νόημα στους δύο σωματοφύλακες να έρθουν κοντά του, ένας από κάθε μεριά. Κοίταξε αγριεμένα ολόγυρα στον προθάλαμο, το βλέμμα του προσπαθούσε να πιάσει όλες τις γωνιές ταυτόχρονα. "Τα μάτια σας δεκατέσσερα! Κάτι περίεργο υπάρχει".

Τη στιγμή εκείνη ο Τζακ Μπλέμινγκς βγήκε από το γραφείο του, έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω του και ήρθε προς το μέρος τους περπατώντας νωχελικά στο μουχλιασμένο χαλί. "Υπάρχει πρόβλημα, κύριε Πρίσλεϊ;", ρώτησε επιτηδευμένα. "Σίγουρα υπάρχει πρόβλημα, γαμώτο", εξεμάνη ο Ελβις κάνοντας δυο βήματα προς τη μεριά του Μπλέμινγκς και κραδαίνοντας το όπλο του. "Ξέρεις πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που έπαιξα σε τέτοιο βρομοχώρι; Δεν ξερω τι διάβολο είχε κατά νου ο Ταγματάρχης όταν με έστειλε εδώ κάτω. Εγώ...". Χαμογελώντας μελιστάλαχτα και αγνοώντας το όπλο ο Μπλέμινγκς πλησίασε και ακούμπησε τον Ελβις στο στήθος.

Ο Ελβις ανατρίχιασε και έκανε ένα βήμα πίσω, παραπατώντας με μάτια απλανή. Κούνησε το κεφάλι του, κοίταξε θολά γύρω του στο σαλόνι, έριξε μια ματιά στο όπλο που κρατούσε στο χέρι του σαν να το έβλεπε πρώτη φορά, μετά το έβαλε στη θήκη του αφηρημένα. "Τι ώρα είναι η παράσταση απόψε;", ψέλλισε.

"Γύρω στις οκτώ, κύριε Πρίσλεϊ", απάντησε ο Μπλέμινγκς χαμογελώντας. "Εχετε αρκετό χρόνο να ξεκουραστείτε πριν από την παράσταση".

Ο Ελβις ξανακοίταξε γύρω του στον προθάλαμο και χτένισε με το χέρι τα μαλλιά του που ήταν γεμάτα μπριγιαντίνη. "Υπάρχει τίποτα να κάνει κανείς εδώ γύρω;", ρώτησε με μια υποψία του παλιού του χλευαστικού ύφους.

"Εχουμε πολύ καλό μπαρ απέναντι ακριβώς από το σαλόνι", είπε ο Μπλέμινγκς.

"Δεν πίνω", είπε ο Ελβις κακόκεφα.

"Καλά τότε", πρόσθεσε χαρούμενα ο Μπλέμινγκς, "στο μπαρ έχουμε και μερικά πολύ καλά φλιπεράκια".

Κουνώντας το κεφάλι του ο Ελβις γύρισε και απομακρύνθηκε από το σαλόνι, παίρνοντας μαζί του την ακολουθία του. Ο Μπλέμινγκς επέστρεψε στο γραφείο του.

Ο ΤΖΕΪΠΙΡΙΤΣΑΡΣΟΝ ΕΙΧΕ ΒΓΑΛΕΙ ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΤΟΥ ΟΥΙΣΚΙ ΑΠΟ τη βαλίτσα του και πήγαινε να πάρει πάγο, όταν είδε την πόρνη. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν πόρνη. Φορούσε φανταχτερά τσιγγάνικα ρούχα και απίστευτα πολλά κοσμήματα στον λαιμό και στα χέρια. Κάτω από την ελαφριά της μπλούζα τα στήθη της κινούνταν ελεύθερα - δεν φορούσε καν σουτιέν. Δεν χρειαζόταν να του πουν πώς είχε αποκτήσει τη μινκ που είχε ριγμένη στο μπράτσο της. "Ε, πιτσιρίκα", της είπε μαλακά ο Ρίτσαρσον. Φορούσε ακάματο άσπρο κοστούμι του, το σήμα κατατεθέν του επί σκηνής ως "Μπιγκ Μπόπερ". Του πήγαινε και το ήξερε και ο ίδιος. "Είσαι ελεύθερη;".

"Σε μένα μιλάς, γλυκέ μου;". Μιλούσε προκλητικά, σχεδόν περιπαιχτικά, αλλά κάτι στη στάση της, στο θαρραλέο βλέμμα της, του έλεγε ότι ήταν έτοιμη για τα πάντα σχεδόν. Εβγαλε διακριτικά ένα εικοσαδόλαρο από την τσέπη του σακακιού του, χαμογέλασε και κατένευσε.

"Θα ήθελα να κλείσω ραντεβού", είπε γλιστρώντας το διπλωμένο χαρτονόμισμα στο χέρι της. "Εννοείται, αν είσαι ελεύθερη τώρα".

Κοίταξε τον Ρίτσαρσον και το χαρτονόμισμα με μια έκφραση απόλυτης δυσπιστίας. Μετά ξαφνικά τού χαμογέλασε πλατιά. "Μα τι λες, φυσικά και είμαι ελεύθερη, γλυκέ μου. Τι αριθμό έχει το δωμάτιο σου; Δώσ' μου δέκα λεπτά να καταχωνιάσω το παλτό μου και έρχομαι αμέσως".

"Δωμάτιο τετρακόσια έντεκα". Ο Ρίτσαρσον την παρακολούθησε να απομακρύνεται αργά προς τον διάδρομο και παρά την κάποια αμηχανία του ένιωσε ευχαριστημένος. Είχε πάνω της μια φανταχτερή γοητεία. Το μινκ πιθανότατα, είπε στον εαυτό του. Επέστρεψε στο δωμάτιο του για να περιμένει.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΗΓΕ ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ ΣΤΟ ΜΠΑΡ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ,

χτύπησε πάνω στον πάγκο το χαρτονόμισμα και φώναξε: "Ε, παιδιά, ψηλά τα ποτήρια! Κερνάει η Τζάνις!".

Ακολούθησε μια ελαφριά αναταραχή και δυο-τρεις άχρωμοι άνδρες μαζεύτηκαν στο μπαρ.

Η Τζάνις κοίταξε γύρω της και είδε ότι το μέρος ήταν σχεδόν άδειο. Ενας μεθυσμένος καθόταν με μάτια απλανή μονάχος σε ένα τραπέζι και κρατιόταν γερά από τις άκρες του για να μην πέσει κάτω. Στο πίσω μέρος, χαμένος σχεδόν στο μισοσκόταδο, ένας ψηλός μάγκας έπαιζε φλιπεράκι. Δυο εχθρικοί τύποι που έμοιαζαν με σωματοφύλακες στέκονταν κοντά του και τον προστάτευαν από τα άδεια τραπέζια. Εκτός από αυτούς, κανένας. "Μήπως έπρεπε να δεχτώ την πρόταση του χοντρού;", μουρμούρισε η γυναίκα. "Τίποτα απολύτως δεν γίνεται εδώ χάμω". Μετά είπε στον μπάρμαν: "Φτιάξε μου εμένα ένα ουίσκι σάουρ". Ηπιε μια γουλιά από το ποτό της, νιώθοντας οίκτο για τον εαυτό της. Το κροτάλισμα από τις μπάλες του φλίπερ σταμάτησε για λίγο καθώς ο τύπος έχασε το παιχνίδι. Χτύπησε με το χε'ρι του το πλάι του μηχανή ματος όλο κακία. Εκείνη γύρισε στο σκαμνί της και τον κοίταξε. "Γαμώτο", είπε στον μπάρμαν. "Ξέρεις, από τη γωνία αυτή ο μάγκας εκείνος είναι ίδιος ο Ελβις".

Ο ΜΠΑΝΤΙ ΧΟΛΙ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΟ ΔΕΣΙΜΟ

του παπιγιόν του, άπλωσε το χέρι του για να πιάσει μια χτένα, μετά σταμάτησε στη μέση της κίνησης. Κοίταξε το μικροσκοπικό καμαρίνι με τον ραγισμένο καθρέφτη και τους γυμνούς λαμπτήρες και αναρωτήθηκε: Πώς βρέθηκα εδώ; Δεν ήταν μια ανώφελη, υπαρξιακή ερώτηση. Πραγματικά δεν ήξερε. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν να μπαίνει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του και να καταρρέει στο κρεβάτι. Μετά εδώ. Δεν υπήρχε τίποτα στο ενδιάμεσο. Ενα χτύπημα στην πόρτα. Ο Μπλέμινγκς έβαλε το κεφάλι του μέσα και η δυσοσμία του πούρου του πότισε το δωμάτιο. "Είναι όλα εντάξει εδώ πέρα;".

"Κοιτάξτε...", άρχισε ο Χόλι. Αλλά δεν συνέχισε. Τι να έλεγε; "Σε πόση ώρα βγαίνω;". "Εχεις αρκετή ώρα ακόμα. Ισως θα ήθελες να δεις όμως το άνοιγμα της συναυλίας, έναν σπουδαίο καλλιτέχνη. Βγαίνει σε δέκα λεπτά". "Ευχαριστώ".

Ο Μπλέμινγκς έφυγε χωρίς να κλείσει εντελώς την πόρτα πίσω του. Ο Χόλι μελέτησε το πρόσωπο του στον καθρέφτη. Εμοιαζε καταβεβλημένος και αδιάφορος. Χαμογέλασε πλατιά, δεν το ένιωθε όμως. Θεέ μου, πόσο κουρασμένος ήταν. Οι συνεχείς περιοδείες θα τον σκότωναν. Κάποια διέξοδος θα πρέπει να υπήρχε σε αυτό το μαγκανοπήγαδο.

Η γυναίκα του ξενοδοχείου έβαλε το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας του. "Ε, μεγάλε, είδες πουθενά αυτόν τον πούστη τον Μπλέμινγκς;". Το στόμα του Χόλι άνοιξε από κατάπληξη. Τέτοια λόγια από γυναίκα - από μια γυναίκα λευκή. "Μόλις πέρασε", της είπε αδύναμα. "Σκατά!", είπε η γυναίκα και έφυγε. Τα βήματα της αντηχούσαν στον διάδρομο σαν να τα κατάπινε η σιωπή. Και αυτό ήταν λάθος. Κανονικά έπρεπε να υπάρχουν η βαβούρα και η όλο νεύρα φασαρία των συγκροτημάτων που ετοιμάζονταν να βγουν, των θελημάτων της τελευταίας τής στιγμής που έπρεπε να γίνουν, οι δοκιμές των μικροφωνικών εγκαταστάσεων. Ο Χόλι περιεργάστηκε τον διάδρομο - άδειος. Η μια πλευρά του διαδρόμου κατέληγε σε μια μεταλλική πόρτα με την κόκκινη επιγραφή ΕΞΟΔΟΣ στο πάνω μέρος. Ο Χόλι πήγε προς την άλλη πλευρά, προς τη σκηνή. Τη στιγμή που έφτανε στα παρασκήνια, το πλήθος ξέσπασε σε ένα παρατεταμένο, σχεδόν μανιασμένο χειροκρότημα. Ο σωσίας του Ελβις διέσχιζε με μεγάλα βήματα τη σκηνή. Το ακροατήριο ήταν τεράστιο.

Τα παρασκήνια όμως ήταν άδεια. Ούτε βοηθοί σκηνής ούτε παιδιά για τα θελήματα, κανένας αργόσχολος, κανένας που να ετοιμάζεται για το επόμενο σετ.

Ο "Ελβις" στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά και έσκυψε λιγάκι, τα σαρκώδη του χείλη είχαν έναν μορφασμό γεμάτο αισθησιασμό. Φορούσε ένα χρυσό λαμέ κοστούμι και λευκό μαντίλι στον λαιμό. Πέρασε την κιθάρα του χαλαρά, διορθώνοντας τη δερμάτινη ζώνη της, και μετά έκανε σήμα στο συγκρότημα του.

Και μετά ξεκίνησε και τραγούδησε μια καταπληκτική εκτέλεση του "Μπλου Σουέντ Σουζ". Δύσκολο τραγούδι να παιχτεί, λόγω των στίχων του που ήταν για γέλια. Το κομμάτι στηριζόταν αποκλειστικά στη μουσική και χρειαζόταν ένας πραγματικός ερμηνευτής για να το κάνει να λειτουργήσει.

Ο τύπος πάντως τα είχε όλα: τα πηδήματα, οι στροφές και οι κινήσεις της λεκάνης ήταν τυποποιημένα πια, αλλά κάπως τα κατάφερνε ώστε να φαίνονται σωστά. Επαιζε και με το ακροατήριο και ο έλεγχος του ήταν τέλειος. Ο Χόλι μπορούσε να διακρίνει τις σκοτεινές σιλουέτες πίσω από τη λάμψη των προβολέων να κινούνται φρενιασμένες και όλο αισθησιασμό, άκουγε έκπληκτος τις εκστατικές τους κραυγές. Ολα αυτά από τα πρώτα λεπτά του σετ.

Είναι πραγματικά καλός, θαύμασε ο Χόλι. Γιατί σπαταλούσε τέτοιο ταλέντο μιμούμενος κάποιον άλλο; Ενιωσε ένα τράβηγμα στο μανίκι, δεν έδωσε όμως σημασία.

Το τράβηγμα επαναλήφθηκε. "Ε, φίλε", άκουσε να του λένε και τότε στράφηκε και βρέθηκε πάλι αντιμέτωπος με τη γυναίκα. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και η έκφραση της άλλαξε περίεργα, έγινε ένα κράμα κατάπληξης και ειλικρινή φόβου. "Ιησούς Χριστός", είπε τρομαγμένα. "Είσαι ο Μπάντι Χόλι!". "Μου το έχεις ξαναπεί αυτό", της είπε εκνευρισμένος. Ηθελε να παρακολουθήσει τον άνδρα στη σκηνή - ποιος ήταν τέλος πάντων - χωρίς να τον διασπά αυτή η βρομόστομη και ίσως όχι πολύ καθαρή γυναίκα.

"Οχι, το εννοώ, είσαι πραγματικά ο Μπάντι Χόλι. Και αυτός ο τυπάς στη σκηνή", του έδειξε, "είναι ο Ελβις Πρίσλεϊ".

"Εχει καλή σκηνική παρουσία", παραδέχτηκε ο Χόλι. "Ούτε τη γιαγιά μου όμως δεν θα ξεγέλαγε. Το παλικαράκι από εδώ έχει περάσει τα σαράντα το λιγότερο". "Κοίταξε", του είπε αυτή. Είμαι η Τζάνις Τζόπλιν. Μάλλον το όνομά μου δεν θα σου λέει τίποτα, αλλά άσε με να σου δείξω κάτι". Προσπάθησε να τον τραβήξει μακριά από τη σκηνή.

"Θέλω να δω το πρόγραμμα του τύπου", της είπε μαλακά.

"Δεν θα μας πάρει πάνω από ένα λεπτό, φίλε. Και είναι σημαντικό, στο ορκίζομαι.

Είναι... θα πρέπει να το δεις, τελείωσε".

Δεν γινόταν να της αρνηθεί. Τον οδήγησε κάτω στον διάδρομο προς τη μεταλλική πόρτα με την κόκκινη ταμπέλα ΕΞΟΔΟΣ και την άνοιξε. "Κοίτα!". Ανοιγόκλεισε τα μάτια του στο μουντό φως του χειμωνιάτικου απογεύματος. Δίπλα στα αυτοκίνητα ενός πάρκινγκ υπήρχε μια σειρά ξεθωριασμένα τούβλινα κτίρια. Πάνω τους κρεμόταν ο γκρίζος μονότονος ουρανός. "Υπήρχαν πολύ περισσότερα εδώ προηγουμένως", ψέλλισε η Τζάνις. "Ολη η υπόλοιπη πόλη. Εξαφανίστηκε. Το πιάνεις αυτό, φίλε; Ετσι απλά εξαφανίστηκαν όλα". Ο Χόλι ανατρίχιασε. Η γυναίκα αυτή ήταν τρελή! "Κοιτάξτε, δεσποινίς Τζόπλιν", άρχισε. Τότε τα κτίρια τρεμόσβησαν και εξαφανίστηκαν. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Τα κτίρια δεν είχαν ξεθωριάσει, είχαν πάψει απλώς να υφίστανται. Κοφτά και απότομα σαν κάποιος να είχε γυρίσει έναν διακόπτη. Ανοιξε το στόμα του και μετά το ξανάκλεισε.

Η Τζάνις μιλούσε ήσυχα αλλά γρήγορα. "Δεν ξέρω τι είναι, φίλε, αλλά κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει εδώ πέρα". Από το πάρκινγκ και μετά τα πάντα είχαν ένα απαλό ομοιόμορφο γκρίζο χρώμα. Η Τξάνις άρχισε να μιλά πάλι, σταμάτησε, έγλειψε τα χείλη της. Φάνηκε αίφνης διστακτική και περίεργα αμήχανη. "Δηλαδή, να, δεν ξέρω πώς να στο φέρω, Μπάντι, αλλά είσαι νεκρός. Την πάτησες σε ένα αεροπορικό δυστύχημα παλιά, κάπου το '59".

"Τώρα έχουμε '59", είπε αφηρημένα ο Χόλι, κοιτάζοντας πέρα από το πάρκινγκ ζαλισμένος, χωρίς να συνειδητοποιεί ακόμη τα λόγια της. Καθώς κοιτούσε, η μια μετά την άλλη σειρά αυτοκινήτων - τσακ! - εξαφανίστηκαν ξεκινώντας από την πιο μακρινή και προχωρώντας όλο και στις πιο κοντινές. Μόνο το ασφαλτοστρωμένο δάπεδο του πάρκινγκ έμεινε και μερικά σκουπίδια που κείτονταν ανάμεσα στις γραμμές των θέσεων για παρκάρισμα. Το στομάχι του Χόλι σφίχτηκε και καθώς η έκπληξή του μετατράπηκε σε φόβο, συνειδητοποίησε το νόημα των λόγων της Τζάνις. Μαζί με τον φόβο ένιωσε να μεγαλώνει ο θυμός του. "Οχι, γλυκέ μου", έλεγε η Τζάνις, "λυπάμαι που πρέπει να σου το πω, αλλά είμαστε στο 1970". Σταμάτησε και φάνηκε να αμφιβάλλει. "Μπορεί και όχι. Ο γερο- Ελβις μοιάζει πολύ μεγαλύτερος από όσο τον θυμάμαι. Θα πρέπει να βρισκόμαστε στο μέλλον ή κάτι τέτοιο, ε; Κάποιο είδος ταξιδιού επιστημονικής φαντασίας, όπως στο Ταξίδι στα Αστέρια; Νομίζεις ότι μπορούμε ίσως...". Ο Χόλι όμως γύρισε άγρια προς το μέρος της και την έκοψε απότομα. "Σταμάτα!", είπε. "Δεν ξέρω τι συμβαίνει, τι είδους κόλπο προσπαθείτε να μου παίξετε εσείς όλοι ή πώς τα κάνετε όλα αυτά τα πράγματα, αλλά δεν πρόκειται να τα ανεχτώ άλλο.

Η Τζάνις ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του Χόλι, ένα χέρι ζεστό και σταθερό σαν χέρι μικρού παιδιού. "Για άκου", είπε ήρεμα η Τζάνις κόβοντάς τον. "Ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να το δεχτείς και είναι πράγματι πολύ ζόρικο πράγμα... αλλά, Μπάντι, είσαι πεθαμένος. Το εννοώ πραγματικά... Συνέβη πριν από δέκα χρόνια, βρισκόσουν σε περιοδεία, σωστά; Και το αεροπλάνο σου συνετρίβη, σας σκόρπισε όλους σε κάποιο χωράφι. Το έγραψαν όλες οι καταραμένες εφημερίδες, εσύ και ο Ρίτσι Βάλενς και...". Σώπασε ξαφνιασμένη και μετά χαμογέλασε πλατιά. "Και εκείνος ο χοντρός τυπάς στο ξενοδοχείο, αυτός θα πρέπει να ήταν ο Μπιγκ Μπόπερ! Ουάου! Φίλε μου, αν το ήξερα αυτό, θα τον είχα πάρει στα σοβαρά. Πηγαίνατε όλοι σε κάποιο άχρηστο σκατοβρομοχώρι σαν...". Σταμάτησε και όταν άρχισε να μιλά πάλι είχε γίνει κατάχλωμη "...σαν το Μούρχεντ της Μινεσότα. Ω, Χριστέ μου, νομίζω ότι ήταν το Μούρχεντ. Αμάν, φίλε μου, αυτό κι αν είναι τρομακτικό...". Εμεινε ξανά σιωπηλή.

Ο Χόλι αναστέναξε. Ο θυμός του είχε εξανεμιστεί αφήνοντας τον άδειο, μπερδεμένο και κουρασμένο. Εδιωξε μακριά μιαν ανάμνηση, που δεν ήταν ανάμνηση, μαύρης σκαμμένης γης και στραβωμένων μεταλλικών φτερών. "Δεν νιώθω πεθαμένος", είπε. Τον πονούσε το στομάχι του.

"Ούτε και φαίνεσαι καθόλου πεθαμένος", τον διαβεβαίωσε η Τζάνις. "Αλλά, γλυκέ μου, το εννοώ ότι ήσουν πραγματικά".

Στέκονταν κοιτάζοντας το άδειο πια πάρκινγκ, ενώ ο παγωμένος άνεμος που μύριζε στάχτη τούς ανακάτευε με δύναμη τα ρούχα και τα μαλλιά. Τελικά μίλησε η Τζάνις με τη στριγκή φωνή της γεμάτη περιέργεια: "Εγινες πραγματικά διάσημος, ξέρεις, μετά... στη συνέχεια. Επηρέασες ακόμα και, ας πούμε, τους Μπιτλς... Σκατά, ξέχασα, μάλλον δεν έχεις ιδέα ποιοι είναι αυτοί, έτσι;". Σταμάτησε αμήχανα, μετά είπε: "Τέλος πάντων, γλυκέ μου, έγινες πραγματικά διάσημος". "Καλό αυτό", είπε μονότονα ο Χόλι. Το πάρκινγκ εξαφανίστηκε. Ο Χόλι ένιωσε να του κόβεται η ανάσα και τραβήχτηκε πίσω. Τα πάντα χάθηκαν. Τα τρία τσιμεντένια σκαλιά με το σιδερένιο παραπέτο οδηγούσαν από την πόρτα σε μια απέραντη, ακίνητη ανυπαρξία. "Τι τριπ κι αυτό", μουρμούρισε η Τζάνις. "Τι τριπ κι αυτό...". Κοιτούσαν τη διάχυτη γκρίζα ανυπαρξία μέχρι που ο Χόλι νόμισε ότι την είδε να έρχεται έρποντας πιο κοντά και τότε ανατριχιάζοντας έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Ο Χόλι βρέθηκε να περπατά στον διάδρομο χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, συνεχίζοντας να νιώθει ανατριχίλες. Η Τζάνις τον ακολουθούσε από κοντά μιλώντας γεμάτη αγωνία. "Ξέρεις, ούτε που μπορώ να θυμηθώ πώς έφτασα σε αυτό το χωριό. Βρισκόμουν στο Λος Αντζελες την τελευταία φορά που με θυμάμαι και μετά όλα άρχισαν να , γίνονται ομιχλώδη. Νόμισα ότι ήταν το πιοτό, αλλά τώρα πια δεν ξέρω".

"Ισως είσαι και εσύ πεθαμένη", είπε ο Χόλι αφηρημένα σχεδόν. Η Τζάνις χλώμιασε, αλλά μια παράξενη συγκίνηση εμφανίστηκε ξαφνικά στο πρόσωπο της κάτω από τον φόβο και άρχισε να μιλά όλο και πιο γρήγορα. "Ναι, γλυκέ μου, ίσιος είμαι και εγώ πεθαμένη. Το σκέφτηκα και αυτό, φίλε μου, μόλις σε είδα. Ισως αυτοί που βρίσκονται πίσω από όλα αυτά να είναι μάγοι, φίλε μου, μαύρη μαγεία, και μας κάνουν να εμφανιζόμαστε όλοι εμείς". Γέλασε με ένα γέλιο ελαφρά υστερικό. "Και θέλεις να ακούσεις και κάτι άλλο περίεργο; Δεν μπορώ να βρω κανέναν από τους μουσικούς μου εδώ ή τους τεχνικούς, οποιονδήποτε τέλος πάντων, κατάλαβες; Ούτε ο Βάλενς και ο Μπόπερ φαίνεται να είναι εδώ. Ηταν όλοιτους στο ξενοδοχείο, εδώ όμως στα παρασκήνια υπάρχουμε μόνο εσύ, εγώ και ο Ελβις, και αυτός ο μαλάκας ο Μπλέμινγκς. Είναι σαν αυτοί να μην ενδιαφέρονται για τους υπόλοιπους, σωστά; Ηταν σαν διακοσμητικά στοιχεία μόνο, φίλε μου, αλλά τώρα δεν τους χρειάζονται πια και έτσι τους έστειλαν πίσω. Εμείς είμαστε τα μεγάλα ονόματα της παράστασης, κούκλε μου. Ολους τους άλλους τούς εξαφάνισαν εκείνοι, όπως ακριβώς εξαφάνισαν το γαμημένο πάρκινγκ, σωστά; Σωστά;".

"Δεν ξέρω", απάντησε ο Χόλι. Χρειαζόταν χρόνο να το σκεφτεί. Λίγο χρόνο μόνος.

"Ή, άκου, τι λες γι' αυτό; Ισως να μην είσαι πεθαμένος. Ισως να μας άρπαξαν ιπτάμενοι δίσκοι και αυτοί οι εξωγήινοι πλαστογράφησαν τους θανάτους μας, σωστά; Ισως σε άρπαξαν από το αεροπλάνο σου. Και μας έβαλαν όλους μαζί εδώ - όπου βρισκόμαστε τέλος πάντων - όχι επειδή γουστάρουν το ροκ - σκατά, το πιθανότερο είναι ότι δεν το καταλαβαίνουν καν -, αλλά για να μας μελετήσουν και όλα αυτά τα σκατά. Ή ίσως να είμαστε στο 1959, ίσως να μας απήγαγε κάποιος ταξιδιώτης του χρόνου που είναι παλαβός με το ροκ. Ή ίσως να είμαστε ένα εκατομμύριο χρόνια στο μέλλον και μας έχουν όλους καταγράψει, κατάλαβες; Και θέλουν να μας ακούσουν, έτσι βάζουν μπροστά την ταινία που μας έχουν γράψει και εμείς νομίζουμε ότι βρισκόμαστε εδώ, μόνο που δεν βρισκόμαστε. Είναι όλα ηχογραφημένα. Ε;". "Δεν ξέρω".

Ο Μπλέμινγκς ήρθε από τον διάδρομο, ενώ το πούρο του άφηνε πίσω του μια λεπτή τουλίπα καπνού. "Τζάνις, κούκλα μου! Σε έψαχνα παντού, γλυκιά μου. Σε δυο λεπτά βγαίνεις".

"Ακου, μαλάκα", είπε η Τζάνις θυμωμένα. "Θέλω μερικές απαντήσεις από σένα!". Ο Μπλέμινγκς άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της. Τα μάτια της άδειασαν και του επέτρεψε υπάκουα να την οδηγήσει μακριά. "Πραγματική επαγγελματίας, ε;", είπε χαρούμενα ο Μπλέμινγκς. "Ε!", είπε ο Χόλι. Είχαν όμως κιόλας φύγει.

Ο ΕΛΒΙΣ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕ ΚΑΤΩ ΤΗΝ ΚΙΘΑΡΑ ΤΟΥ, ΕΒΓΑΛΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΤΟ μαντίλι από τον λαιμό του και σφούγγισε με αυτό το μέτωπο του. Φίλησε το μαντίλι και το πέταξε στο πλήθος. Οι κραυγές έγιναν δυνατότερες καθώς τα κοριτσάκια πάλευαν ποια θα το αρπάξει. Κάνοντας μιαν άνετη κίνηση με το χέρι του, σαν χαιρετισμό, κατέβηκε από τη σκηνή.

Στα παρασκήνια διπλώθηκε στα δύο αναπνέοντας βαριά. Ο ιδρώτας έτρεχε από κάθε πόρο του σώματος του. Απλωσε το χέρι του αλλά κανένας δεν του έδωσε πετσέτα. Κοίταξε γύρω του θυμωμένα.

Τα παρασκήνια ήταν άδεια, έκτος από έναν νεαρό με μεγάλα γυαλιά. Ο Ελβις έκανε μια αδύναμη κίνηση προς μια πετσέτα που ήταν εκεί κοντά. "Πετσέτα", είπε λαχανιασμένα και ο νεαρός τού την έδωσε. Σκουπίζοντας το πρόσωπο ο Ελβις έριξε το κεφάλι προς τα πίσω και άρχισε να ξαναβρίσκει την αναπνοή του. Πέρασε την πετσέτα στους ώμους του και πρώτη φορά έριξε μια προτακτική ματιά στον νεαρό που στεκόταν μπροστά του. "Είσαι ο Μπάντι Χόλι", είπε. Ενιωσε υπέρήφανός που το είπε τόσο ήρεμα.

"Πολύς κόσμος μού το είπε αυτό σήμερα", απάντησε ο Χόλι. Το πλήθος ούρλιαξε διακόπτοντας τη συζήτησή τους. Γύρισαν να κοιτάξουν. Η Τζάνις χόρευε στην άλλη μεριά της σκηνής. Κάποιοι μυστηριώδεις μουσικοί στο βάθος της σκηνής έπαιζαν έναν καυτό, μπλουζίστικο ρυθμό. Εκείνη άρπαξε το μικρόφωνο και γέλασε.

"Λοιπόν! Η μουσική αυτή δεν είναι σαν κλωτσιά στον κώλο; Ναι. Πολύ ωραία, θαύμα". Γύρω από τα μάτια της υπήρχαν ρυτίδες άγχους, οι περισσότεροι ακροάτες όμως δεν μπορούσαν να τις δουν. "Ξέρετε, τώρα τελευταία σκεφτόμουν πολύ τη ζωή. Πραγματικά σκεφτόμουν. Και σκέφτηκα πως είναι σαν ένα από εκείνα τα παλιά, καλά μπλουζ. Το πιάνετε; Είναι που πονάει τόσο πολύ, αλλά είναι τόσο όμορφη!". Το πλήθος συμφώνησε ουρλιάζοντας. Το συγκρότημα συνέχισε να ξετυλίγει τον ρυθμό. 'Έτσι έχω εδώ ένα τραγούδι που επιβεβαιώνει κάπως την άποψή μου".

Κούνησε το χέρι της μια πάνω και μια κάτω δίνοντας στο συγκρότημα τον ρυθμό και ξεκίνησε το "Χαρτ εντ Σόουλ". "Λοιπόν;", είπε ο Ελβις. "Πες μου το μήνυμα".

Ο Χόλι κοιτούσε τη γυναίκα στη σκηνή. "Δεν έχω ξανακούσει ποτέ κανέναν να τραγουδάει έτσι", μουρμούρισε. Μετά: "Συγγνώμη, δεν ξέρω τι εννοείτε κύριε Πρίσλεϊ".

"Λέγε με Ελβις", απάντησε ο άλλος μηχανικά. Ενιωθε απογοητευμένος. Μετά από περίεργα σημάδια και οιωνούς εμφανίζονταν τώρα μπροστά του τα πνεύματα πεθαμένων αστεριών του ροκ - σίγουρα θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο μήνυμα. Ηταν όμως προφανές ότι ο νεαρός έλεγε την αλήθεια. Φαινόταν φοβισμένος και μπερδεμένος.

Ο Ελβις έσκασε ένα χαμόγελο ελκυστικό και αυθόρμητα έβγαλε ένα δαχτυλίδι ατό το δάχτυλο του. Ηταν ένα ακριβό δαχτυλίδι, όλο διαμάντια και ρουμπίνια. Το έχωσε στα χέρια του Χόλι. "Ελα, πάρ' το. Δεν το θέλω πια το καταραμένο, ούτως ή άλλως".

Ο Χόλι κοίταξε το δαχτυλίδι απορημένος. "Ελα, λοιπόν, φόρεσε' το", είπε απότομα ο Ελβις. Οταν ο Χόλι υπάκουσε, του είπε: "Θα ήταν καλύτερα να μου πεις τι ξέρεις πραγματικά".

Ο Χόλι διηγήθηκε την ιστορία του. "Τώρα καταλαβαίνω", είπε ο Ελβις. "Εχουμε πιαστεί σε ένα τέχνασμα, μια αυταπάτη του Σατανά". "Ετσι νομίζεις;" - ο Χόλι φαινόταν να αμφιβάλλει.

"Κάτσε χάμω". Ο Ελβις έκατσε οκλαδόν στο πάτωμα. Μετά από στιγμιαίο δισταγμό ο Χόλι έκανε το ίδιο. "Εχω κάποιες δυνάμεις", εξήγησε ο Ελβις. "Τη δύναμη να θεραπεύω τέτοια πράγματα. Η μαμά μου και εγώ ήμασταν πάντοτε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Πολύ κοντά. Θα μπορέσει να μας βοηθήσει, αν της το ζητήσουμε". "Η μητέρα σου;".

"Βρίσκεται στον παράδεισο", απάντησε ο Ελβις όλο σιγουριά. "Α", είπε ο Χόλι αδύναμα.

"Ας ενώσουμε τώρα τα χέρια και ας συγκεντρωθούμε πραγματικά".

Ο ΧΟΛΙ ΕΝΙΩΘΕ ΑΜΗΧΑΝΑ ΚΑΙ ΣΤΕΝΟΧΩΡΑ. ΣΑΝ ΚΑΛΟΣ ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ, που προσπαθούσε πάντοτε να είναι, η ιδέα μιας seance στα παρασκήνια τού φαινόταν βλάσφημη. Αλλά ο Ελβις, είτε ήταν ο πραγματικός είτε όχι, τον φόβιζε. Είχε κλείσει τα μάτια του σφιχτά και έλεγε: "Μαμά. Μπορείς να με ακούσεις, μαμά;". Μουρμούριζε παθιασμένα και μονότονα, ξανά και ξανά. Η seance φάνηκε να κρατάει ώρες, ενώ ο Χόλι την υπέμενε βουβός και δυστυχισμένος, ακούγοντας όσο μπορούσε την Τζάνις να τραγουδά το ένα μετά το άλλο καταπληκτικό κομμάτι. Τέλος, υποκλίθηκε για τελευταία φορά φωνάζοντας στο πλήθος "ευχαριστώ, σας ευχαριστώ".

Πίσω από την πλάτη του ακούστηκε ένας βήχας και η γνωστή μυρωδιά καπνού. Ο Χόλι κοίταξε προς τα πάνω. "Η σειρά σου", είπε ο Μπλέμινγκς. Ακούμπησε τον Χόλι στον ώμο.

Χωρίς να νιώσε ι τη μετάβαση, ο Χόλι βρέθηκε πάνω στη σκηνή. Το κοινό φώναζε όλο ενθουσιασμό, πολύ καλό κοινό. Ρίχνοντας μια ματιά πίσω του είδε ότι οι μουσικοί που τον συνόδευαν δεν ήταν οι δικοί του. Στέκονταν στη σκιά και δεν μπορούσε να δει τα πρόσωπά τους.

Τα χειροκροτήματα πάντως ήταν παρατεταμένα και δυνατά, εισχώρησαν στο δέρμα του και βαθιά στις φλέβες του και ήξερε ότι έπρεπε να παίξει κάτι. "Πέγκι Σου", φώναξε στους μουσικούς ελπίζοντας ότι ήξεραν το κομμάτι. Οταν άρχισε να παίζει την κιθάρα του, τον ακολούθησαν σωστά. Σφιχτό παίξιμο. Διαβολεμένα καλό συγκρότημα, το παίξιμο τους είχε βάθος και νεύρο. Το ακροατήριο στεκόταν όρθιο τώρα, χοροπηδώντας στον ρυθμό.

Τους έπαιξε το "Ρέιβ Ον", το "Μέιμπι Μπέιμπι", το "Γουέρντς Οφ Λαβ" και το "Δατ Γουίλ Μπι Δε Ντέι" και οι ακροατές ούρλιαζαν και φώναζαν σαν αγρίμια. Όταν όμως παρήγγειλε στους μουσικούς το "Νοτ Φέιντ Αγουέι", το πλήθος ησύχασε και ένιωσε μια εξαιρετική, ανώτερη ένταση να απλώνεται στην αίθουσα. Το συγκρότημα έπαιξε μια καλή και δυνατή εισαγωγή και μετά ο Χόλι άρχισε να τραγουδά

"Θα σου πω εγώ τι θα γίνει

θα χαρίσεις την αγάπη σου σε μένα".

Ποτέ δεν είχε ξανανιώσει τη μουσική να τον κυριεύει τόσο άμεσα, τόσο έντονα, και τον πλημμύρισε ένα κύμα κεφιού που το αντιλήφθηκε άμεσα και το ακροατήριο και του το επέστρεψε διπλάσιο. Το κύμα τούς ανέβαζε όλο και ψηλότερα, μια ενταση ντελιριακή. Ποτέ δεν είχε ξανατραγουδήσει καλύτερα. Εριξε μια ματιά στα παρασκήνια, είδε την Τζάνις που κουνιόταν στον ρυθμό της μουσικής χτυπώντας το χέρι της στον μηρό της. Ακόμη και ο Ελβις παρακολουθούσε τη μουσική αιχμαλωτισμένος από αυτήν, χαμογελώντας πλατιά και χτυπώντας τα χέρια του που ήταν φορτωμένα δαχτυλίδια.

'Μια αγάπη που θα είναι πραγματική και δεν θα σβήσει".

Κάπου πίσω στο βάθος, ένας από τους μουσικούς-φαντάσματα που τον συνόδευαν έπαιζε φυσαρμόνικα μπλουζ, την καλύτερη που είχε ακούσει ποτέ. Σαν κατακόκκινη αστραπή η Τζάνις όρμησε στη σκηνή. Αρπαξε ένα μικρόφωνο ελεύθερο και τον συνόδευσε στα φωνητικά. Οταν έφτασαν στον δεύτερο στίχο, στράφηκαν ο ένας προς τον άλλο και άρχισαν να τραγουδούν από μια φράση ο καθένας. Η Τζάνις τραγούδησε:

"Η αγάπη μου είναι μεγαλύτερη και από Κάντιλακ"

και εκείνος της απάντησε. Η φωνή του ακουγόταν μονότονη δίπλα στη δική της. Δεν μπορούσε να δώσει στους στίχους το συναισθηματικό νόημα που τους έδινε εκείνη, οι φωνές τους όμως ταίριαζαν, ανακατεύονταν, λειτουργούσαν μαζί τέλεια.

Καν έφτασε το μουσικό πέρασμα, κάποιος πέταξε στην Τζάνις ένα ντέφι για να συνεχίσει να βρίσκεται στη σκηνή και εκείνη το άρπαξε στον αέρα. Κάποιος άλλος κλώτσησε ένα μπουκάλι Σάουδερν Κόμφορτ στη σκηνή και η Τζάνις το σταμάτησε με το πόδι της, το σήκωσε και κατέβασε μια μεγάλη γουλιά. Ο Χόλι πηδούσε στον αέρα, έκανε χορευτικές φιγούρες και χρησιμοποιούσε όλα τα κόλπα του ρεπερτορίου των παλιών ρόκερ και σαν από θαύμα ένιωσε ότι μπορούσε να το κάνει για πάντα, μπορούσε να τραβήξει το μουσικό πέρασμα ως την αιωνιότητα αν ήθελε.

Η Τζάνις έκανε νόημα ανοιχτά προς τα παρασκήνια. "Ελα έξω", φώναξε από το μικρόφωνο. "Ελα".

Μέσα σε μια εκκωφαντική χιονοστιβάδα χειροκροτημάτων ο Ελβις βγήκε με μεγάλα βήματα στη σκηνή. Αρπαξε μια κιθάρα και την φόρεσε παίρνοντας θέση δίπλα στον Χόλι. "Δεν σε πειράζει, ε;", μουρμούρισε. Ο Χόλι χαμογέλασε.

Μπήκαν στον τρίτο στίχο όλοι μαζί. Ο Χόλι, έτσι όπως στεκόταν ανάμεσα στους άλλους δύο, ένιωθε ζωντανός και εξαγιασμένος και - καλύτερα από ζωντανός και εξαγιασμένος - σωστός. Ηταν ο αδελφός του και η αδελφή του. Βρίσκονταν όλοι σε αρμονία. Δεν ήταν πια σίγουρος ποιο από τα τρία σώματα ήταν το δικό του. "Ναι, μια αγάπη που θα είναι πραγματική και δεν θα σβήσει ποτέ". Ο Ελβις φορούσε ένα άλλο μαντίλι. Το έβγαλε απότομα, σφούγγισε το μέτωπο του και πήγε προς τους προβολείς για να το κουνήσει μπροστά στο πλήθος. Τραβήχτηκε όμως απότομα σαν νατον είχε δαγκώσει φίδι.

Ο Χόλι είδε τον Ελβις να μιλά στην Τζάνις κουνώντας το χέρι του μανιασμένα προς το πλήθος πέρα από τους προβολείς. Εκείνη τον αγνόησε, αδιαφορώντας για τα λόγια του. Ο Χόλι λοξοκοίταξε, δεν μπορούσε να δει τίποτα μέσα στο σκοτάδι.

Γεμάτος περιέργεια προχώρησε με το βήμα της πάπιας [του Τσακ Μπέρι] προς την άκρη της σκηνής για να κοιτάξει κάτω.

Το μισό ακροατήριο είχε χαθεί. Καθώς κοιτούσε, οι είκοσι άνθρωποιπου βρίσκονταν σε μεγαλύτερη απόσταση στη σκηνή πέρασαν στην ανυπαρξία. Μετά οι επόμενοι είκοσι. Και μετά οι επόμενοι.

Ο θόρυβος του πλήθους συνεχιζόταν αμείωτος, τα χειροκροτήματα και οι επευφημίες καιτα σφυρίγματα, αλλά το ακροατήριο είχε χαθεί τώρα - εκτός από τον Μπλέμινγκς που καθόταν μόνος στο κέντρο ακριβώς του άδειου θεάτρου. Τους χαμογελούσε αμυδρά, ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε, και καθώς ο Χόλι τον κοιτούσε, άρχισε απαλά και ευγενικά να χειροκροτάει. Ο Χόλι κατάχλωμος τραβήχτηκε πάλι πίσω και εξακολούθησε να παίζει μηχανικά. Μόνο η Τζάνις τραγουδούσε τώρα. "Να μη σβήσει ποτέ".

Ο Χόλι κοίταξε πίσω του προς τους μουσικούς και είδε πρώτα έναν, μετά έναν άλλο να παύουν να υφίστανται. Η ανυπαρξία τούς έκλεινε μέσα της. Κοίταξε το πρόσωπο του Έλβις και για μια στιγμή είδε να καθρεφτίζεται εκεί ο φόβος που ένιωθε.

Τότε ο Έλβις έριξε πίσω το κεφάλι του και γέλασε και τραγούδησε πάλι στο μικρόφωνο του. Ο Χόλι τον κοίταξε χαζά μην πιστεύοντας αυτό που έβλεπε. Η μουσική όμως ήταν σωστή, η μουσική ήταν καλή και ενώ τα υπόλοιπα - το ακροατήριο, το χειροκρότημα, κάποιο μέρος για να πας μετά το τέλος της παράστασης - ήταν καλό να υπάρχουν, δεν ήταν αναγκαία. Ο Χόλι κοίταξε δεξιά και αριστερά και είδε ότι δεν ήταν ο μόνος που το είχε καταλάβει αυτό. Ξαναμπήκε σία φωνητικά με τους άλλους.

Η ΤΖΑΝΙΣ ΕΣΦΙΓΓΕ ΔΥΝΑΤΑ ΤΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ ΤΡΑΓΟ ΥΔΩΝΤΑΣ, ΟΤΑΝ ο τελευταίος μουσικός χάθηκε. Η μόνη μουσική που ακουγόταν τώρα έβγαινε από την κιθάρα του Χόλι - ο Ελβις είχε πετάξει τη δική του. Ηξερε ότι ήταν ζήτημα λεπτών πια μόνο προτού η ανυπαρξία τούς πλησιάσει, αλλά πραγματικά δεν πείραζε. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι η μουσική, σκέφτηκε. Είναι το μόνο πράγμα που τα κάνει όλα αυτά υποφερτά, έτσι ή αλλιώς. Τραγούδησε. "Να μη σβήσει ποτέ".

Ο Ελβις εξαφανίστηκε. Εκείνη και ο Χόλι συνέχισαν να τραγουδούν. Αν υπάρχει κανένας εκεί έξω που μας ακούει, σκέφτηκε η Τζάνις. Αν μπορείτε να διαβάσετε τις σκέψεις μου ή τίποτα τέτοιες φουτουριστικές σαχλαμάρες, το μόνο που θέλω είναι να ξέρετε ότι θα το ξανάκανα αυτό οποιαδήποτε στιγμή. Όποτε με θέλετε, θα με έχετε.

Ο Χόλι εξαφανίστηκε. Η Τζάνις συνειδητοποίησε ότι της έμεναν δευτερόλεπτα προτού φύγει και αυτή και έβαλε όλη της την ψυχή στην τελευταία επανάληψη του στίχου. Ούρλιαξε βγάζοντας έξω την ψυχή της και κάτι παραπάνω. Ας αντηχεί όταν θα έχω χαθεί, σκέφτηκε. Ας αιωρείται σαν λεπτός αέρας. Και καθώς η τελευταία κλασματική ανάσα έβγαινε από το στόμα της, ένιωσε κάτι να την αρπάζει, έτοιμο να την εξαφανίσει, "...να μη σβήσει ποτέ".

Ήταν μια πολύ καλή συναυλία.